…ΟΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΗ ΜΑΪΜΟΥΔΩΝ!

“Μητσοτάκης σε νέους: Μην κοιτάτε μόνο τα λεφτά, δείτε τη ζωή λίγο πιο ολιστικά”

 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με νέους

Πέταξε ο Κούλης τους,  για να εντυπωσιάσει (τρομάρα του!) ένα πομπώδες «ολιστικός», άγνωστου  στον ίδιο γλωσσικού και νοηματικού βάθους   και έγινε… το έλα  να δεις.  Δεν  υπήρξε … μαϊμού με χαϊμαλί, που να μην εντυπωσιαστεί  και να μην το   αναμηρυκάζει συνεχώς και αδιαλείπτως,  μέρες τώρα , δίκην παρδαλού κατσικοεριφίου.

Αδόκιμος ,εντελώς,  όρος, δοθέντος πως υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα  πολλοί πιο περιεκτικοί, και φυσικά  δεκάδες άλλες λέξεις  συνώνυμες και συγγενικές.  Ολιστικός και ως φιλοσοφικός  ή  ιατρικός  όρος, είναι τραβηγμένος από τα μαλλιά και μη κυριολεκτικός. Προηγούνται της ίδιας σημασίας  άλλες λέξεις περισσότερο ουσιαστικές και καθόλου φανταχτερές. Η αρχαία φιλοσοφική γλώσσα ,απαξίωνε τέτοιους όρους. Για το “ολιστικός” συχνότερα χρησιμοποιεί το ΟΛΟΝ, το σύνολο.

Αλλά , είναι κι αυτός ένας τρόπος διαφοροποίησης. Να πετάς γλωσσικά μαργαριτάρια  τη σημασία των οποίων αγνοείς για   επίδειξη …. λογιοτατισμού και ξεχωριστές παιδείας. (Τρομάρα του , δυο φορές,  του  Κούλη  τους για την παιδεία που απόκτησε με τα  διπλώματα  δια ταχυδρομικής αποστολής).  Ας είναι.

Μέγα ζήτημα ο τρόπος   χειρισμού  της γλώσσας. Είναι έκφραση, φιλοσοφία,  ιδεολογία, στάση  ζωής. Πες μου πώς εκφράζεσαι να σου πω ποιος είσαι.

Παλιά στα ελληνικά  χωριά  από  τις  δεκαετίες ΄50  και ΄60 που  είχε φουντώσει η αστυφιλία, όσοι χωριάτες επισκέπτονταν   από την Αθήνα τα καλοκαίρια ή τις μεγάλες γιορτές τις γενέτειρές τους, ξεχώριζαν  από  τους ντόπιους  αρχικά με τις  ενδυματολογικές επιλογές  τους.  Φορούσαν   κουστούμι ,γιλέκο, γραβάτα, επίχρυσα μανικετόκουμπα και  ασημένιο  μπρασελέ . Φανταχτερές παρουσίες στην εκκλησιά ,κυρίως ,όχι μόνο από τα καλά τα ρούχα αλλά κι από τη χαρτούρα,  ποτέ λιανά,   που έριχναν  επιδεικτικά στο δίσκο και ο επίτροπος  σε αναμοιβή,  τους ράντιζε επανειλημμένα  με μπόλικη μυρουδιά, συνήθως  πατσουλί.

΄Ελα, όμως που «το ράσο δεν κάνει τον παπά. Τί να την κάνει την  κουστουμιά, το  φανταχτερό λαιμοδέτη και το «καφετί» στο δίσκο, όταν με το σκόλασμα της εκκλησιάς , άνοιγε το στόμα του στο προαύλιο    και η ντοπιολαλιά με  το βαρύ αξάν και τους ιδιωματισμούς, έμεναν  ίδια  και απαράλλαχτα, όπως μια ζωή τα ήξερε και τα μιλούσε στο χωριό;

Σε μας κάτω  για παράδειγμα, εκείνα το άτιμο  το ένρινο «Ν»,  κούφαινε με τη μακρόσυρτη  προφορά  τους συνέλληνες, στα  Βόρεια περισσότερο,   μια και κάτω δε λες Νίκος, αλλά… Νίιιικος.   ΄Ασε δε τα  «μάτι μ», «ο πατέρα μου», «τι κάνουτε»  και τα λοιπά μεγαλειώδη πελοποννησιακά, σήμα κατατεθέν  της βλαχαντερής  καταγωγής των   λαλούντων.

Γι΄  αυτό, πλην  της κουστουμιάς,  οι… Αθηναίοι, Αντριτσάνο-Κουφοπουλο-Φαναρίτες, όταν  κατέβαιναν  “κάτου”,  δε μιλούσαν πια,  ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, τα χωριάτικα, αλλά τα «αθηναϊκά».  Και ήταν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Να τους  λυπάσαι.  Στράβωνε η γλώσσα στο στόμα από την προσπάθεια  να φρενάρει τα υγρά  και τα ένρινα σύμφωνα, που ξεφεύγανε της πρωτευουσιάνικης προφοράς. Χαμός μέγας. Είχαν να το λένε οι αυθεντικοί  χωριάτες.  Και πήγαινε το κουτσομπολιό και η μίμηση   …γόνα!

Τα είπαμε όλα τούτα για να επισημάνουμε πως ο  γλωσσικός εξοπλισμός του ανθρώπου είναι , πλην των άλλων και διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό των μελών στις κοινωνίας. Ο τρόπος  που μιλάς,  η προφορά, αλλά και οι λέξεις-φράσεις που χρησιμοποιεί κάποιος , είναι  καθρέπτης  της  όλης κουλτούρας, αλλά και της αγχίνοιας του ατόμου.  Το ίδιο και στο γραπτό λόγο. Μόνο που εδώ ,έχει κανείς τη  δυνατότητα να το ξανακοιτάξει,  να  διορθώσει τα  στραβά. Στα έπεα πτερόεντα, πάει. Πέταξε το φτερό και το πουλί.

Στην Ελλάδα χρόνια ταλάνιζε τη “διανόηση”  το γλωσσικό ζήτημα. Οι καθαρευουσιάνοι και οι  δημοτικιστές.  Το ζήτημα είχε  πολιτικές προεκτάσεις. Δεξιός , συντηρητικός,ο χρήστης της καθαρεύουσας. Δημοκρατικός-αριστερός της καθομιλούμενης. Μέχρι και νεκρούς θρήνησαν στα περίφημα ” Ευαγγελικά” (1901).

Χρόνια μετά,  με την επίσημη καθιέρωση της Δημοτικής στην Εκπαίδευση και στα δημόσια έγγραφα , το πρόβλημα της θήρευσης  διαφορετικότητας και  ξεχωριστής μορφωτικής αναγνωρισιμότητας  μέσω της  λεξιθηρίας και των νεολογισμών , συνήθως,  παρέμεινε και μάλιστα πλέον  περίπλοκο . Παλιά,  μιλούσες-έγραφες καθαρεύουσα, ήσουν από τους σπουδαγμένους.  Ακόμα κι αν τσαμπούναγες… παρλαπίπες.

Γράφαμε κάποια χρόνια πριν:

 

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ “ΗΓΕΜΟΝΕΣ ΕΚ ΔΥΤΙΚΗΣ ΛΙΒΥΗΣ”

22 Ιανουαρίου 2016

Με αφορμή πρόσφατη δημοσίευση στο διαδίκτυο αποσπασμάτων από πρόλογο σε παρουσίαση Βιβλίου, μας δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσουμε για άλλη μια φορά την άποψή μας για τη σημασία της χρησιμότητας και της ορθής χρηστικότητας του λόγου, ως εργαλείο διακίνησης ιδεών, απόψεων, μηνυμάτων και όχι ως βήμα εντυπωσιασμού από τα προϊόντα της λεξιθηρίας και το λοιπό γλωσσικό του περιτύλιγμα. Παραθέτουμε τα παρακάτω αποσπάσματα που αλιεύσαμε στην εν λόγω παρουσίαση ,για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τη διαφορά ανάμεσα στον ουσιώδη, το μεστό, τον αυθεντικό λόγο και τον τεχνητό ,το μασκαρεμένο, το φτιασιδωμένο :

  1. Σ’ έναν κόμβο ανυπέρβλητων, ανορθόλογων και ακατάληπτων, κρίσεων.
  2. . Η εννοιολογική σύλληψη της δομής της κοινωνίας και της ανάπτυξής της.
  3. Μια σύνθεση που δρομολογεί τη διαλεκτική υπέρβαση-άρση του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας, και ιδιαίτερα του κλασικού μαρξισμού.
  4. Η τελευταία συνιστά την αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία έναντι της (προταξικής και ταξικής) προϊστορίας της ανθρωπότητας, στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας.
    5. Η ιστορία δεν είναι αποκλειστικό πεδίο δράσης
    της βουλητικής αυθαιρεσίας.
  5. Η νομοτέλεια της ιστορίας ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στο γίγνεσθαι της κοινωνικής ολότητας και εκδηλώνεται ιδιότυπα στις εκάστοτε εποχές και συγκυρίες, ως φάσμα δυνατοτήτων της αναβαθμιζόμενης δράσης των ανθρώπων.

Οι άνθρωποι, κυρίως οι μη ικανοποιητικώς νοήμονες (ολιγόνοες) ή οι αλαζόνες, οι υπερόπτες, οι… ψωνισμένοι, τα ψώνια στην αργκο-λαϊκή μας διάλεκτο, στο διάβα των αιώνων ,επιζητούσαν τρόπους να διαφοροποιηθούν από το διπλανό τους. Να ξεχωρίσουν. Συνήθεις τρόποι για να ικανοποιήσουν αυτή την επιθυμία τους, που σε πολλές περιπτώσεις καταντούσε εμμονή, ήταν εκείνοι μέσω της ένδυσης, του καλλωπισμού του σώματος, της κίνησης, του λόγου ,της προφοράς στην εκδοχή, όμως, του παράξενου, της υπερβολής και κάποτε και του αλλόκοτου.

Ο λόγος, η γλώσσα ανέκαθεν υπήρξε κριτήριο και πιστοποιητικό σε όλες τις εποχές και τις κοινωνίες. “Λυδία λίθος” που δοκιμάζονταν πάνω της αυθεντικά, ατομικά χαρακτηριστικά, όπως αυτά της ευφυίας, της μόρφωσης, της πνευματικότητας και άλλων συναφών πολιτισμικών στοιχείων. Και φυσικά, πιστοποιούσε -σφράγιζε αμετάκλητα την εθνικότητα του φορέα της, αλλά και την ιδιαίτερη φυλετική -κοινωνική προέλευσή του (ειδικά η χρήση ιδιωματικής-τοπικής γλώσσας, διαλέκτου κ.λπ).

Χαρακτηριστικό της δύναμης που διαθέτει η σωστή ή μη χρήση της γλώσσας, της διαλέκτου, της προφοράς για την αναγνώριση κάποιου, την καταξίωση και την καθιέρωσή του σε ένα κοινωνικό σύνολο, αλλά και για την πιστοποίηση των εθνικών-τοπικών, ή άλλων ιδιαίτερων, ειδικά γνωρισμάτων παιδείας και μόρφωσης, είναι η ευφυέστατη σύλληψη του Κ. Καβάφη, όπως αποτυπώθηκε στο ποίημά του με τίτλο ” Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης”. Το παραθέτουμε:

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Aριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Aγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Οι εποχές δεινοπάθησαν από την παρουσία στις κοινωνίες τους τέτοιων …ψωνισμένων “Ηγεμόνων εκ Δυτικής Λιβύης” .Είναι παγκοίνως γνωστή και εύκολα διαπιστωμένη αυτή η πραγματικότητα, οπότε δε θα χρειαστεί να επιμείνουμε και να επικαλεστούμε εδώ ενισχυτικά επιχειρήματα, για να την υπο-στηρίξουμε .

Στη Ελλάδα, χρόνια πριν, η “διανόηση”, για να ξεχωρίζει από το λαό (το πόπολο, την πλέμπα), αλλά και από τον αμόρφωτο, το λαϊκό, τον παρακατιανό, επινόησε μια τεχνητή ελληνική διάλεκτο την “Καθαρεύουσα” που η “κατασκευή” της στηρίχτηκε κυρίως την αρχαία αττική διάλεκτο, αλλά και σε κατοπινότερες μορφές τς ελληνικής γλώσσας (ελληνιστική, βυζαντινή). Οι καθαρευουσιάνοι πολεμούσαν με λύσσα τους δημοτικιστές (“μαλλιαροί”),που ήθελαν να χρησιμοποιούν και να καθιερώσουν λαϊκό, καταληπτό λόγο. Και φυσικά αυτή τους η επιλογή ήταν πρωτίστως πολιτική πράξη και θέση. Η Καθαρεύουσα εξέφραζε συντηρητικούς και «δεξιούς» φορείς σε αντίθεση με τη δημοτική που τη χρησιμοποιούσαν προοδευτικοί και “αριστεροί” διανοούμενοι.

Σήμερα, η ίδια “διαμάχη” ή καλύτερα η ίδια αντίληψη για μια από τις αιτίες χρησιμότητας του λόγου, παραμένει ίδια ,όπως παλιά. Πολλοί “διανουμενέ” τύποι στην εποχή μας, καθηλωμένοι και τούτοι στην παλαιόθεν εκπορευόμενη αλαζονεία, οίηση και διάθεση για διαφοροποίηση και αναγνωρισιμότητα, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν στο λόγο τα ίδια τερτίπια των καθαρευουσιάνων, των πάλαι ποτέ “βιαστών” της ελληνικής γλώσσας.

Δημιούργησαν έτσι μια νέα βέρσιον “Καθαρεύουσας”, στην οποία συμφύρονται “εική και ως έτυχε” λέξεις και φράσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αλλά και της “αρχαϊζουσας”, σύμμεικτα μορφολογικά φαινόμενα αρχαίου και σύγχρονου ελληνικού λόγου, ακατάληπτες ή συνώνυμες- συγγενικές λέξεις και φράσεις, κυρίως εντυπωσιακές και πομπώδης ή συναφή τέτοια λεκτικά τερτίπια. Σκοπός, όπως σε όλες τις περιπτώσεις που κρύβεται μέσα στο άτομο ο “ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης”, η υπόδειξη-ανάδειξη  του ξεχωριστού, του ειδικού, του γνώστη, του διανοούμενου-πεπαιδευμένου. Και φυσικά ο φόβος της αποκάλυψης της κουφότητας ,της ημιμάθειας και της δοκησισοφίας του…χρήστη-δράστη.

Το αρρώστημα αυτό, καθαρά αλαζονικό φαινόμενο, πλήττει, ειδικά στο γραπτό λόγο, μια μεγάλη μερίδα επαγγελματιών του, κυρίως δημοσιογράφους, συγγραφείς δοκιμιακού λόγου, ημιμαθείς πανεπιστημιακούς και…”δικολάβους” νομικούς. Αλλά και πλήθος άλλων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως εργαλείο όχι διάδοσης-κατίσχυσης των απόψεων και των θεωριών τους, αλλά ως βιτρίνα, ευκαιρία και βήμα εντυπωσιασμού.

Η “διανουμενέ” αυτή μορφή της γλώσσας δεν έχει καμιά σχέση με τη γλώσσα του διανοούμενου, ο οποίος αποφεύγει “ως ο διάβολος το λιβάνι” τη χρηστική της παρουσία. Η πρώτη, αφορά μια μερίδα ατόμων που κατατρύχονται από τις παθογένειες και τα επιγεννήματα της οίησης και της αλαζονείας. Λόγος “πανηγυρικός” (τζέρτζελος), πλαστός-τεχνητός, δοκησίσοφος. Αντίθετα, η γλώσσα της διανόησης ,o λεξιλογικός πλούτος του διανοητή, αλλά και του επαγγελματία ” γραφιά” είναι ατομικό “κτήμα εσαεί”, γιατί είναι αφομοιωμένος λόγος, ως απόκτημα επίπονων, επαναληπτικών, αλλά και ορθών, φυσικών μαθησιακών διαδικασιών. Τα προϊόντα της ευκαιριακής πένας, είναι άπεπτα, αχώνευτα και ως εκ τούτου ξένα στον υγιή οργανισμό, ο οποίος τα αποβάλει ως εξέρασμα (εμετός).

Αλλά η αφομοιωμένη γλώσσα είναι πρωτίστως απλή, κατανοητή, καταληπτή. Κυρίαρχος στόχος της είναι η διατύπωση και η διάδοση των μηνυμάτων, του περιεχομένου του λόγου και όχι “αυτός καθαυτός” ο εντυπωσιακός λόγος. Είναι, επομένως, και διαυγής πολιτική στάση και διακήρυξη και όχι ιδεοληπτικό- ιδεολογηματικό καταφύγιο.

Γράφαμε παλιότερα με αφορμή το θάνατο του Εμμανουήλ Κριαρά:

Οι σοφές ρήσεις του «δάσκαλου», αλλά και οι «ατάκες» του ήταν πολλές. Κάποιος φαντάζομαι μαθητής του ή κοντινός του άνθρωπος θα βρεθεί να τις αποθησαυρίσει.

Στο λόγο ο Εμμανουήλ Κριαράς ήταν πάντα σεμνός, καθόλου πομπώδης και φιγουρατζής. «Αυτά είναι κουσούρια που δεν πρέπει να ταλαιπωρούν τον λόγο του διανοούμενου», μας έλεγε παλιά, σε μια συνάντηση στη Θεσσαλονίκη. «Ο λόγιος λόγος, η γλώσσα του διανοούμενου χαρακτηρίζεται πρώτα απ΄όλα από την απλότητα και την αμεσότητα. Οι λέξεις, όσο ηχηρές και αστραφτερές κι αν είναι, δεν μπορούν να κρύψουν την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα».

Μας δίδαξε την απλότητα και την αμεσότητα στο λόγο ο Εμμανουήλ Κριαράς. Η «Ιστορική δημοσιογραφία» ειδικά δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τους δύο ασφαλείς και απαραίτητους αυτούς πυλώνες. Εμείς εδώ στο HomoNaturalis.gr το πειραματιζόμαστε και το βιώνουμε καθημερινά. Γι΄αυτό και νιώθουμε το μεγάλο γλωσσολόγο και στοχαστή να είναι πάντα δίπλα μας, να μας αποτρέπει η να μας καθοδηγεί σε κάθε απόπειρα γραφής.

Απλός, καθαρός, σταράτος ,κατανοητός λόγος. Χωρίς στολίδια φορτωμένος, χωρίς λούστρο και φιγούρα. Και ο λόγος είναι ο δρόμος για τη διατύπωση των νοημάτων ,αλλά χωρίς πολλά πολλά ζικ-ζακ και δυσνόητες ταμπέλες. Οι αρετές της γλώσσας που δίδαξε ο καθηγητής.

«΄Ο,τι είναι απλό και άμεσο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και όχι μόνο στη γλώσσα, είναι τελικά συνταγή επιτυχίας», τον θυμάμαι να μας διαβεβαιώνει σ΄εκείνη τη συνάντηση.

Σε ευχαριστούμε για τις παρακαταθήκες που μας άφησες. «Καλό κατευόδιο», δάσκαλε!

Ο γράφων πέρασε στη άγουρη νεότητά του από αυτές τις “τσιμεντένιες” αυλές της αφασικής, γλωσσικής πενίας και της λεξιθηρίας. ΄Επαιξε επιδεικτικά στο πλακόστρωτό της, μέχρι που στην ωρίμανσή του αντελήφθη αυτό ακριβώς. Πως το περιεχόμενο, η ουσία χάνονταν τελικά μέσα στα χρυσοποίκιλτα μπιχλιμπίδια και τα φανταχτερά περιτυλίγματα .

Χρόνια τώρα ξορκίσαμε αυτή την παιδική αρρώστια από τα κείμενά μας. Δεν ξανακυλήσαμε, δεν υποτροπιάσαμε. Και το υπογράψαμε την ημέρα της έναρξης της λειτουργίας αυτού του σάιτ στην ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ με την υπόμνηση: “Επιδιώκουμε την καλλιέργεια και προώθηση του καταληπτού επιστημονικού λόγου (απλοποίηση της επιστημονικής γλώσσας και απαλλαγή από τα φτιασίδια των συντηρητών της για εντυπωσιασμό των αφελών)”.

΄Ομως, βλέπουμε πολλούς, ειδικά τώρα που η χρήση του ιντερνέτ γενικεύθηκε, μεταμφιεσμένους σε διανοούμενους, σύγχρονους “Ηγεμόνες εκ Δυτικής Λιβύης”, να παλεύουν με “νύχια και δόντια” να καθιερωθούν, να αποκτήσουν δημοσιότητα και αναγνωρισιμότητα, όχι μέσα από μεστά ουσίας νοήματα, αλλά από φληναφήματα ,φλυαρίες και μωρολογίες. Μια μανιώδης καταδίωξη- θήρευση του εντυπωτικού, του στιλπνού και του “ογκώδους” (λεξιθηρία-λεξιπενία), που αποδεικνύει, πέρα από τη γλωσσική ανεπάρκεια και “τρικυμία εν τω κρανίω”, σύγχυση κάθε μορφής.

“Ειδικοί” κάθε είδους και συνομοταξίας, που δεν είναι καθόλου ειδικοί στην πραγματικότητα, “φτύνουν αίμα” στους μαραθώνιους αυτής της λεξιθηρίας που θα τους ξεχωρίσει από το πλήθος των συγχρηστών τους στα φόρουμ και στις άλλες κατηγορίες των μπλογκ και των ιστότοπων, κοινωνικής δικτύωσης κυρίως . Παράλληλα, σ’ αυτό το (κυρίως ψυχιατρικής αρμοδιότητας) νόσημα, προσθέστε και τη γλωσσική αφασία του νεο-΄Ελληνα. Τον αυτο-εγκλωβισμό του στη χρήση ενός λεξιλογίου 200 το πολύ λέξεων καθημερινής χρήσης (συνήθως υβρεολογίου). Τη σύγχρονη ασθένεια της αυτο-αναγόρευσης χρηστών του ιντερνέτ σε συγγραφείς όλων των μορφών και ειδών του λόγου, επειδή συμβαίνει να έχουν την ευκολία και το δικαίωμα να ανεβάζουν.. εμβριθή ποστ και απαντήσεις “επί παντός επιστητού” στα σάιτ και θα ανακαλύψετε ακριβώς τον διαδικτυακό πάτο της κόλασης.

Τραγικοί, αν μη τι άλλο.Ψωνισμένα άτομα. ΄Εχουν μπερδέψει το χρυσαφί με το χρυσάφι. Δικό τους το πρόβλημα. Και οι συνέπειες της γελιοποίησης και της φαιδρότητας, φυσικά καταδικές τους.