“ΜΑΓΑΡΙΣΑΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΟΙ ΣΤΑΥΡΩΤΗΔΕΣ”!

 

 

«  Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων διοργανώνει ανοιχτή εκδήλωση με θέμα «Ανοιχτές και Ελεύθερες Πόλεις» που θα πραγματοποιηθεί την 29-06-2017 και ώρα 18:00 στην Πλατεία Εξαρχείων »

Διαβάζω το  (επαίσχυντο) παραπάνω κείμενο, πρώτη αντίδραση μια    εμφραγματική συναισθηματική φλασιά, κάτι σαν ρίγος καυτό σε ταχύτητες επιταχυντή να διατρέχει το κορμί, που κρατάει όμως απειροελάχιστες διαβαθμίσεις χρόνου και οι  γραμμές της είδησης  εν τέλει, μπορεί συνειρμικά, αλλά πάντως ασυνείδητα και  απρόσμενα, παίρνουν άλλη διάσταση χρόνου και  ξαναγεννιούνται  εκεί, στα χρόνια της αθωότητας. Δεκαετία του ΄60.

Γενάρης μήνας, έξω το χιόνι τ΄αψήλου,  όσο μέσα ο γιούκος μας  με τα χοντρά  σκουτιά   και τα κιλίμια. ΄Εκανα  πως αποκοιμήθηκα πάνω στο σάισμα   στο παραγώνι, μια  δρασκελιά απόσταση από τα τεράστια κούτσουρα που καίγαν και τριζοβολάγανε παράξενα στο τζάκι.  Η  γιαγιά η Σημούλα το είχε απαγορευμένο στην Αννιώ  μπροστά στο παιδί ,κάθε φορά   που ερχόταν  επίσκεψη στα Μαλλιέικα να μοιρολογάει  το συχωρεμένο  τον Αντώνη της,  που το σκοτώσανε στου Μελιγαλά οι φονιάδες.

΄Ωρες κράτησε η μάχη στο καμπαναριό. ΄Οταν το απόσπασμα της χωροφυλακής ζύγωνε, ο Αντώνης, 25 χρονώ παλικάρι, πτυχιούχος Νομικής και όμορφος σαν τον Αγιώργη μολογάγανε, έδωκε διαταγή στους άλλους αντάρτες να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους  και να τραβήξουν αστραπή  κατά το βουνό. ΄Οσο εκείνοι θα ανέβαιναν, τούτος θα κρατούσε το απόσπασμα του Ζάρα  στο προαύλιο της εκκλησιάς.

Πολέμαγε  μονάχος και αντρειωμένος  ο αντάρτης Αντώνης Τσιγουρής. Κι όταν σωθήκανε οι σφαίρες, τον κάνανε κόσκινο οι χωροφυλάκοι. Ούτε κοκαλάκι δε βρήκαν πουθενά η μάνα του η Αννιώ  και η γιαγιά μου πού  φτάσαν με τα πόδια  Ανδρίτσαινα-  Μελιγαλά, ατέλειωτες ώρες δρόμου, μπας και απόμεινε  τίποτα από το κορμί του να το θάψουν. Γυρίσανε πίσω ολονυχτίς  με μια λινάτσα στον ώμο, ασήκωτη, με χώμακαι κοτρώνες μέσα,  πιτσιλισμένα  από το αίμα του παιδιού. Κείνα φέραν και  θάψανε κρυφά στην ΑγιαΣωτήρα, νύχτα, μην πάρουν είδηση οι Χίτες και “ασεβήσουνε στο αίμα”,  είπε ο παπά Καστανάς, που «διάβασε» τις ματωμένες πέτρες.

Τούτη την ιστορία για το θείο ,που τον σκοτώσαν στο καμπαναριό απάνω στο   Μελιγαλά, την είχα ακούσει χίλιες φορές. Αλλά τούτη που μολόγαγε  τώρα η μάνα του , πρώτη φορά την  ανάφερνε. Και «μια και κοιμάται το παιδί» της έδωκε η Σημούλα άδεια να την  ξεστομίσει.

“Οι Ντρολαίοι, μωρή Ασήμω, με  Χίτες από τα κάτου χωριά της Αντρίτσαινας. Μόλις, που λες, παλουκώσανε  όξω από το καφενείο  το κεφάλι του Περεκλή,  του βάλανε αναμμένο τσιγάρο στο στόμα και  στήσανε  οι αντίχριστοι χορό  στη μέση της πλατείας.   Κι απέ, στείλανε   έναν από δαύτους στο σπίτι του Τζανέτου στου Κουφόπλου και πήραν  το γραμμόφωνο που είχε φέρει εκείνος  απ΄την Αμερκή .Το επιτάζουμε,  του είπανε,  για την πατρίδα. Είχε καθήκο να το δώκει. Και τις πλάκες μαζί.

Και μόλις  τα κουβάλησε, τους παίρνει ο Ντρόλας τσούρμο  και παγαίνουνε, πού λες;   Στο πάνου Αλώνι, αγνάντια από το κονάκι της έρμης της Σταϊκούραινας ,της μάνας του παλουκωμένου. Μοιριολόγαγε η έρμη από το σούρωπο πού  μαθε το χαμπέρι για τον Περεκλή της . Κίνησε, είπανε, να πάει επί τόπου να κλάψει το παιδί της, να μαλλιοτραβηχτεί μπροστά στο ακέφαλο σώμα ,   αλλά της κόψανε το δρόμο οι Χίτες,  δεν την αφήκαν, τη γυρίσανε πίσω.

Και στήσανε, ακούς, οι φονιάδες  γλέντι τρικούβερτο  στ΄αλώνι, δέκα δρασκελιές λέμε από το σπίτι του σκοτωμένου. Μέσα μοιρολόγαγε η μάνα του κι απ΄έξω οι Χίτες πίνανε κρασιά και χορεύαν ούλη νύχτα  “Γρίβα μ΄ σε θέλει ο βασιλιάς.   Τέτοια πομπή, τέτοια προστυχιά  δεν είχε ματαγίνει στην Αντρίτσαινα. Μαγάρισαν τον τόπο τα λυσασμένα σκυλιά, οι Σταυρωτήδες    του κόσμου,  Σημούλα…”

Τούτη την ιστορία θυμήθηκα , τα λόγια  ακριβώς τα ίδια, ατόφια και ανατριχιαστικά,  όπως τα ξεστόμισε η Αννιώ και τά κουγα παιδί κείνο το δειλινό του Γενάρη στο παραγώνι, που κανα πως κοιμόμουνα. Μόνο το όνομα μπερδεύτηκε μια στιγμή στους ανεξερεύνητους δρόμους του μυαλού. Κι αντί για Περεκλή της Σταϊκούραινας, που έλεγε η Αννιώ πως  παλουκώσανε οι Χίτες το κεφάλι του και χορεύανε μετά στ΄αλώνι, αγνάτια από  το σπίτι που τον μοιρολόγαγε η μάνα του, έλεγα και ξανάλεγα,  Αλέξης Γρηγορόπουλος . Σαν έτσι να το είχε ονοματίσει   κι εκείνη. 

 Και τούτο, παιδάκι άγουρο στα 15,  του κόψαν στα Εξάρχεια με βόλι τη ζωή, οι  ίδιοι φονιάδες με τους Χίτες.  Και τώρα οι άλλοι, αμετροεπείς και παράλογοι, αντί για συχώρεση και έλεος να ικετέψουν, τολμούν να απειλούν πως θα  ξαναπάνε στον τόπο του εγκλήματος, σαν …να μην τρέχει τίποτα!  Προκλητικοί και αμετάνιωτοι, όπως όλοι οι ασεβείς και οι άφρονες.  

    Τέτοια  ΄Υβρις  «δεν ματαγίνηκε. Μαγάρισαν τον τόπο τα λυσασμένα σκυλιά, οι Σταυρωτήδες    του κόσμου,  Σημούλα…”!