ΤΑΞΙΔΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ ΣΤΑ “ΚΡΑΣΠΕΔΑ” ΤΟΥ ΝΑΟΥ (ΣΤΟΥΣ “ΣΤΥΛΟΥΣ”)

                                   ΑΝΟΙΓΕΙ ΠΑΛΙ Ο ΝΑΟΣ
«Πράσινο φως» για την πρόσληψη φυλάκων στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα

 

«Πράσινο φως» για την πρόσληψη φυλάκων στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα

Ανοίγει ξανά για το κοινό ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα καθώς το υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ενέκρινε την τοποθέτηση 5 μονίμων φυλάκων στην Τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας μετά από αίτημα του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Το τελευταίο διάστημα, το επιβλητικό μνημείο που δημιούργησε ο Ικτίνος και βρίσκεται στις Βάσσες της Φιγαλείας, υπολειτουργούσε, καθώς πρόσφατα συνταξιοδοτήθηκε ο τελευταίος φύλακάς του.

Αχ, αυτός ο Ναός ! Οι  “Στύλοι” και  οι “Στήλες”  που τις λέγανε οι πατεράδες και οι παπούδες μας. Μας έχει  “στοιχειώσει”   ο Επικούρειος Απόλλωνας, όσοι  μεγαλώσαμε στη σκιά του.  Εμάς τα παιδιά μας σημάδεψε ανεξίτηλα για άλους λόγους και αιτίες.  Οι μεγάλοι ζούσαν από το Ναό.  40  μαγαζιά κάθε είδους στην Ανδρίτσαινα,  δουλεύανε  με τους Τουρίστες.  Ξενοδοχεία, ταξί, παζάρι, χρυσές δουλειές με τους ξένους. Ακόμα και ιδιοκτήτες γραφικών γαϊδουριών  βγάζανε γερό μεροκάματο  να  πάνε τους “Λόρδους”  καβάλα για περιπέτεια, ως πάνω στου Σκληρού που ήταν οι “Στύλοι”.

Για μας,  πρώτο απ΄όλα   στα παιδικά μας μάτια, ήταν εκείνο  το τζέρτζελο, το πανηγύρι, ο σαματάς   που άρχιζε σχεδόν από το Πάσχα και τελείωνε σαν  χτες  Αγιο-Δημητριού (αν κράταγε ο καιρός).  ΄Ηταν όλος μας ο κόσμος.

Δεκαετία του ΄60. Ομφαλός της γης,  η πλατεία  στον πλάτανο  της Ανδρίτσαινας και στη Τρανή Βρύση.    Από του Μαχαιρά το γιοφύρι μέχρι τα Πευκάκια, τους καλοκαιρινούς μήνες ,ένα απέραντο πάρκινγ. Πούλμαν, ιδιωτικά αυτοκίνητα (κούρσες), βέσπες,  οι παλιές, ιστορικές  μηχανές Χάρλευ. Μελισολόι ο κόσμος, οι ξένοι περισσότεροι από τους ντόπιους. Προπαντός Γάλλοι,  Εγγλέζοι, Ολλανδοί, Ελβετοί.

Δεν γινόταν εκείνα τα χρόνια να έρθεις στην Ελλάδα καί να πας βουή στη  Μύκονο και  στη Σαντορίνη μη και χάσεις καμιά νύχτα  κοσμικής ζωής. ΄Ηταν  ΄Υβρις (άσε που δεν ήσουνα και “ιν”) να είσαι διακοπές στην Ελλάδα και να μην επισκεφτείς τον Παρθενώνα, το ναό στο  Σούνιο, τις Μυκήνες,  την Ολυμπία και φυσικά  το αδερφάκι του Παρθενώνα, το ναό του Επικουρείου Απόλλωνα, γέννημα του ίδιου πατέρα,του μεγάλου Ικτίνου.

Δεν τους λέγαμε τότε τουρίστες, αλλά “ξένους” ή…Λόρδους.  (Καθόλου ειρωνικό. ΄Ετσι από γενιά σε γενιά  μαθαίναμε στην Ανδρίτσαινα και τα χωριά  να τους αποκαλούμε). Αλλιώτικο από μας, διαφορετικό αυτό το παρδαλό πλήθος.  Ξανθωποί, “ξεπλυμένοι”  οι περισσότεροι. Βόρειοι Ευρωπαίοι, τί να ήταν; Αλλά, δεν μας κομπλάρανε από την “επιδερμίδα” .  Η Ανδρίτσαινα και τα γύρω χωριά είναι  “Βλαχοχώρια”. Σλαυοβλάχοι που μετανάστεψαν πριν χρόνια  από “πάνω” με τα κοπάδια και το βιος τους. Τους άρεσε ο τόπος  και μείνανε αμανάτι στους ντόπιους. Μανιάτες στο Κουφόπουλο (Μανιαούρια”) και  άλλοι Ηπειρώτες.  Κατάξανθη φάρα εμείς κι κάτω, με γαλάζια και πράσινα μάτια, ανοιχτή επιδερμίδα. Ολόκληρα χωριά   στην Ολυμπία με  Σλαυβοβλάχικες ονομασίες. Και απίστευτο πλήθος από σλαύικα τοπωνύμια (Λυνίσταινα, Βερβίτσα, Δραγόι, ή Καμπενίτσα, Ρουνίτσα ,εκατοντάδες τέτοια).

Δεν ήταν και τόσο διαφορετικοί από μας στα χρώματα,  όσο στη συμπεριφορά. Ευγενικοί, γελαστοί, πολιτισμένοι. ΄Αλλη ράτσα  ανθρώπων. Και οι γλώσσες τους; Περίεργο,πρωτόγνωρο  άκουσμα για τους ντόπιους.  Αλλά,  όχι για μας τους μαθητές  που διδασκόμαστε Γαλλικά  στο  σχολείο και διαβάζαμε από μόνοι μας και… καμακο-αγγλικά, ως  εφηβάκια, για να τα έχουμε εναλαλακτικά, άμα οι “γκομενούλες” δε σκαμπάζανε  γαλλικά .

Παθαίναμε ,ξελιγωνόμαστε  με τις κατάξανθες, τσουπωτές Ολανδέζες, Δανέζες, Ελβετές.  Να βολτάρουν με τα μίνι μέχρι το… βρακί, τα καυτά σορτς, τα στήθια έξω. “Τσίτσιδο, παιδάκι μου, οι βρώμες”, λέγανε οι γριές στην “Αγορά” και σταυροκοπιόντουσαν!   Από την ΄Αγια- Μαρίνα, ως τον Ξενία ,λεφούσι οι ξένοι. Και να μοσκοβολάει ο τόπος από τις άγνωστες για μας  λιποθυμικές μυρωδιές, τις κολώνιες, τ΄ αρώματα , τις  κρέμες.  Να γελούν, να χαριεντίζονται οι κοπελιές με  τα “επαρχιωτοπλάκια”.

Είχαμε, βέβαια,  τον τρόπο μας, κι εμείς, για   να πιάσουμε μαζί τους κουβέντα, δεν είμαστε, δα,  και τίποτα  αγροίκοι. Τις σταματούσαμε ευγενικά και ζητούσαμε ,αν είχαν να ανταλλάξουμε … “στεμς”. Και καλά, γιατί είμαστε…φιλοτελιστές,  κάναμε συλλογή γραμματοσήμων. (Και κάναμε μερικοί, δεν ήταν μόνο “καμακικό” πρόσχημα). Ακόμα και στα αμάξια τολμούσαμε  οτοστόπ στη μέση της “δημασιάς” που πήγαιναν για το Ναό  με πρόφαση το πάθος μας για το φιλοτελισμό. (Τρομάρα μας! Μην πω τίποτα…)

Μ΄αυτή τη μέθοδο, βρίσκαμε αφορμή να  πιάσουμε κουβέντα  με τους “Λόρδους”, να γνωριστούμε και αν υπήρχε στην παρέα τους και  καμιά νοστιμούλα, πολλά από μας τα παιδιά ,όσοι είχαμε ανεκτικούς γονείς, τους καλούσαμε  σπίτι να τους κεράσει η μάνα μας  γλυκό του κουταλιού, βανίλια ή πεπόνι, συκοστάφυλα, ο,τι έβγαζε η εποχή.

Απώτερος στόχος, βέβαια, μη και   άνοιγε  η τύχη μας και καθότανε  καμιά πρόσκαιρη  σχέση. ΄Ηταν καταδεκτικές, απλές, ευγενικές οι ξένες  κοπέλες. ΄Οχι σαν τα αγρίμια τις δικέα μας, που τους  έκανες  τεμινάδες να σου ρίξουν μια ματιά. Δεν έλεγαν όχι ο ξένες στην κουβέντα, σε μια πρώτη γνωριμία.  Αλλά, και ούτε ήταν “εύκολες”, να τις πάνε οι μεγαλύτεροι από μας  με την πρώτη στο “κρεβάτι” (το παγκάκι, δηλαδή,  στα Πευκάκια, που το λέγαμε, κοντά στο ιστορικό Γυμνάσιο).

Θυμάμαι, ένα καλοκαίρι, εφηβάκι . Κόντευε μεσημέρι  Κυριακής. Την είχα στήσει στο “Νίτσι”, απέναντι από το Κουφόπουλο ,κανα 2 χιλιόμετρα έξω από την Ανδρίτσαινα και περίμενα να “χτυπήσω” καμιά ξένη.  Στο ύψος στο ξωκλήσι του Αγ. Νικολάου ανηφόριζε ασθμαίνοντας     ένα από εκείνα τα κωμικά Ντεσεβό με το παράξενο σουλούπι (κάνανε θραύση τότε αυτά τα ιδιόμορφα ,”φοιτητικά” σιτροέν  με μηχανή 2 άλογα!).

Πήρα  ακαριαία την απόφαση να τους κάνω οτοστόπ , μόλις στο πίσω κάθισμα πρόφτασα και διέκρινα τα μουτράκια  από  2  κατάξανθα κορίτσια . Σήκωσα αστραπή το χέρι  μη  μου προσπεράσουν, σχεδόν έπεσα πάνω στο αμάξι  και λίγα μέτρα μετά, ο οδηγός σταμάτησε.  4  νομάτοι, ήταν μέσα. Μπροστά οι δυο οι γονείς υπέθεσα  και πίσω   δυο κορίτσια στην ηλικία μου πάνω κάτω.

 Η  εξήγηση για το λόγο που τους σταμάτησα , δηλαδή  ο… μανιώδης   φιλοτελισμός μου,  δόθηκε σε  άπταιστα γαλλικά, που μου τα είχε από πριν συντάξει ο κύριος Συμεών, ο καθηγητής των Γαλλικών μας, για να κάνω επαναλήψεις στις διακοπές  και τα είχα προβάρει ο ίδιος χίλιες φορές, για να τα πω με υποφερτή προφορά.  Μόλις πήρα είδηση πως η μια από τις ξανθομαλούσες κόρες με βλεφάριζε κιόλας   από το πίσω κάθισμα, δεν κιότεψα, προχώρησα θαρραλέα σε πρόσκληση, να έρθουν σπίτι μας,   απέναντι,  καμιά 200 μέτρα απόσταση, όλη η οικογένεια, να τους δείξω τη συλλογή γραμματοσήμων μου,  να γνωρίσουν τους γονείς μου , να τους κεράσουμε μια βανίλια και  καρπούζι από το μποστάνι μας.  Δέχτηκαν περιχαρείς. (΄Ηταν αλλιώς η ζωή τότε. Δε ζούσαμε με το φόβο του κακού,δεν υπήρχε εγκληματικότητα, “ουδείς φοβόταν ουδένα”. Ειδικά στην επαρχία).

Πάρκαραν στην άκρη το αμάξι και πεζοπορήσαμε  και οι πέντε για το σπίτι.΄Οση ώρα περπατούσαμε,  κόντεψα 2-3 φορές να φάω τα μούτρα μου,αφού  δεν έβλεπα στο δρόμο, αλλά έτσι όπως ήμουνα  συνεπαρμένος , δεν τράβαγα τα μάτια μου  από την πανώρια κόρη, που βάδιζε στο πλάι μου.  Φρύνη,  μου είπε τη φώναζαν. ΄Ετσι, λέει  την είχαν βγάλει οι αρχαιολάτρεις γονείς της!

Σε λίγα λεπτά φτάσαμε. Είχαμε τότε, πριν το γκρεμίσει ο σεισμός, ένα ψηλό πέτρινο, μανιάτικο σπίτι. Από τα μπαλκόνια του αντίκρυζες  μακριά  τσίτσιδο το Ιόνιο κι αν ήταν καθαρός ο ορίζοντας, αγνάντευες ως πέρα τη Ζάκυνθο. Η μάνα μου ευτυχώς ήταν σπίτι. Τους σύστησα στην κυρα- Παναγιώτα,  χαρές εκείνη και καλωσορίσματα στους μουσαφίρηδες, σαν να τους γνώριζε χρόνια. Τους έβαλε να καθίσουν   στο καλύτερο μπαλκόνι με την πιο δυνατή θέα , τους έψησε τούρκικο καφέ, έφερε  βύσινο γλυκό σε πολύχρωμα, ζωγραφιστά πιατάκια (πιατελάκια τα λέγαμε εμείς) , φρέσκο χωνευτικό  νερό από τη Βρυσούλα, κατακόκινες, φρεσκοκομμένες φέτες καρπούζι,  όλα  πάνω σε ασημένιο, βαρύ δίσκο. Πάθανε οι Ελβετοί από τη φιλοξενία και τη νοικοκυροσύνη της!

Και να  να ψοφάει για κουβέντα η Παναγιώτα , να θέλει να τα μάθει όλα με μιας,  για τη ζωή τους , τη δουλειά κάνανε,  τον τόπο τους, τη θρησκεία,  τις συνήθειες. Να με σκουντάει κάθε τόσο, να προλάβω τη μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά και τ΄ανάπαλι , που μού΄βγαινε με πολύ κόπο, μεγάλη δυσκολία ,αλλά και αγωνία να μη  ντροπιαστώ στα κορίτσια. ΄Οπου δεν καταλάβαινα, μετάφραζα  τα… άσχετα δικά μου, βέβαια!(΄Οχι, που θα καθόμουνα να σκάσω ή να ρεζιλευτώ).

Στο μεταξύ,  περνούσε και   κόσμος από κάτω, έβλεπαν πάνω στο μπαλκόνι  τους  ξένους,   άκουγαν την κουβέντα μας και μένανε κόκαλο. Κοντοστεκόντουσαν  να δουν και να βάλουν αυτί.  Τους έτρωγε κι αυτούς η περιέργεια.  Μετά, δυο- τρεις οι πιο γνωστοί μας, κάνανε την αρχή και   απρόσκλητοι, με προσχηματικές δικαιολογίες,  ανέβηκαν και ελόγου τους πάνω να γνωρίσουν τους  ξένους. Σιγά-σιγά,  γιόμισε το μπαλκόνι και ως μέσα η σάλα από συγχωριανούς.  ‘Ηταν συνηθισμένες εκείνα τα χρόνια οι επισκέψεις, ακόμα και απρόσκλητα στα σπίτια. Και όλες τις ώρες.΄Ηταν δεμένοι μεταξύ τους στα χωριά, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Δεν κρατούσαν τα τυπικά και τα προσχήματα.  Από χρόνια σκεφτόμουνα πως τα χωριά μας κάτω  (όπως και κάθε χωριό  της Ελλάδας φαντάζομαι)  χρειαζόταν ένας  Παπαδιαμάντης. Τι  “Παναγίες”,τί διαμάντια   θα έγραφε αυτός ο άνθρωπος, αν περιέγραφε , ας πούμε,   τις γραφικές, φολκλορικές αυτές σκηνές στο μπαλκόνι μας,  εκείνο το μακρινό καλοκαίρι!

Αλλά το…πολύ  ωραίο, ήρθε αργότερα .΄Οταν γύρισε, μεσημέρι πια ,   σπίτι  ο μπαρμπα Γιάννης , ο πατέρας μου. ΄Ηταν “ψυχούλα”, δεν παραξενεύτηκε, δε μούτρωσε  από το ασκέρι που είχε μαζευτεί στο σπίτι.  (Τον κάναμε ό,τι θέλαμε εμείς τα παιδιά. Ζούσε, ανάπνεε για τα παιδιά του αυτός ο άνθρωπος!). ΄Αλλωστε, ήταν το πιο συνηθισμένο να μαζεύεται κόσμος στο σπίτι  μας.  Βιολιτζής ο μπαρμπα Γιάννης, επαγγελματίας. Ζούσαμε η οικογένεια απ΄αυτή τη δουλειά.  Τις περισσότερες μέρες του χρόνου, είχαμε γλέντια και χαρές εκείνα τα χρόνια στα Αδαμέικα.  Σαν φιλοξενούσαμε μάλιστα στο σπίτι μας  όλη την κομπανία του πατέρα μου  (κλαρίνο, κιθάρα, λαούτο, αρκοντεόν) ,για να διανυχτερεύσουν και να φύγουν την επομένη για κάποιο πανηγύρι ή γάμο σε  Αρκαδία, Μεσηνία και Ηλεία) ,γινόταν… το έλα να δεις. Δυο φορές  (χωρίς υπερβολή) είχαν αλλάξει σανίδια  στο ξύλινο πάτωμα της σάλας μας. Από το χορό και τα χτυπήματα των τακουνιών, δεν άντεχε ούτε η κερασιά και η καστανιά ,που  πετσώνανε τα πατώματα των σπιτιών τότε!

Δεν πρόφτασε να κάτσει στην καρέκλα να πάρει ανάσα, του  “γίνεται κουνούπι” ο  Γιώργης ο Κουκουζής. Γλετζές και χορευταράς πρώτος ο μπαρμπα Γιώργης   (“Θος συχωρέσει τον”,  αν και τί να του συχωρέσει; )  Να τον τσιγγλάει να βγάλει το βιολί,  να παίξει για τους ξένους . “Να… οσφρανθούν, ρε, Ελλάδα,  να δουν, τρομάρα τους , πως γλεντάμε εμείς εδώ  οι Ρωμιοί. Πανάθεμα το κεφάλι σου, βγάλτο το παλιόργανο!” Δεν κρατιόταν.

Και δε χάλαγε ποτέ χατίρι σε τέτοια ο οργανοπαίχτης. Μόλις πήρε το βιολί και τράβηξε 2  σαϊτιές… κατέβηκαν οι αγγέλοι στη γης! Για πότε πιάσανε ο κόσμος στη σάλα  το χορό,  για πότε φούντωσε το γλέντι, για πότε η θεια Ακριβή του Ντουρούμη έσφαξε  δυο  πουλακίδες και τις έφερε ψημένες με μια νταμιτζάνα   κόκινο  κρασί, ούτε πού πήραμε είδηση.  Οι Ελβετοί να έχουν μείνει ενεοί, αποσβολωμένοι, χαζεμένοι. Είχαν πάθει  με όσα έβλεπαν και δεν …πίστευαν στα μάτια τους. Μια στιμή  τους αρπάζει και τους 4   η Αντωνίτσα του Σταϊκούρα, τους “βάνει” στο χορό και …δεν υπάρχουν λέξεις να πούμε τί επακολούθησε

Τα μολόγαγε χρόνια μετά στην Αθήνα η μάνα μου στη Σεμίνα και τη Βανέσα, τις  εγγόνες της,  όταν  ξαναφιλοξενήσαμε  τους Ελβετούς στο Περιστέρι. Είχαν έρθει, όπως τότε,  διακοπές   στη Ελλάδα.  Γύριζαν από  την  Κρήτη και έμειναν μια μέρα στην Αθήνα. ΄Ηθελαν πάση θυσία  να μας δούν  και …δεν το συζητούσαν!   Ήρθαν.  Μείνανε ένα ολόκληρο απόγεμα μαζί μας. Μόνο που  δεν ήταν  πια 4, αλλά 8 νομάτοι! Οι δυο γονείς, τα δυο κορίτσια, οι γαμπροί  και  δυο  εγγόνια!  Πρόωρα γερασμένοι οι μεγάλοι. 12 ώρες ορθοστασία τη μέρα στο αεροδρόμιο, προσωπικό εδάφους, παραπονιόταν ο Γιόχαν  και η όλη τη μέρα, δασκάλα σε δημοτικό η γυναίκα του. Η “Φρύνη”  των χρόνων της αθωότητάς μου, είχε αποκτήσει πια άλλο όνομα!  Προσωρινό ήταν το αρχαιο-ελληνικό, μάθαμε σε κείνη την επίσκεψη, τόσα χρόνια μετά. Της το  είχε δώσει τότε η ελληνολάτρις   μάνα της! (Ποιος ξέρει  τι συνειρμούς και τί υποσυνείδητες  επιθυμίες κουβάλαγε και έτρεφε  για την αρχαία Αθηναία εταίρα η Ελβετίδα εκπαιδευτικός  με τη “θύραθεν παιδεία”.

” ΄Αλλοι οι καιροί, τότε παιδάκι μου”,  διηγιόταν στα κορίτσια  η κυρά Παναγιώτα. “Τους έφερε  στο σπίτι μας τους Ελβετούς ο πατέρας σας.  Μια Κυριακή μετά που γυρίσαμε από την εκκλησία. Τους έβαλα  τα καλούδια στο τραπέζι, τους φιλέψαμε με  του  Αδάμ  και του Ισάκ (sic) τα αγαθά. ΄Ο,τι είχαμε και δεν είχαμε. Να μη μας πούνε τους ΄ Ελληνες αφιλόξενους και καρμίρηδες. Κουβαρντάδες και  καταδεχτικοί είμαστε εκείνα τα χρόνια.

“Μαζεύτηκε  κόσμος,…ήρθε μετά και ο παππού σας, πήρε  το βιολί και τί να σας πω και τί να σας μολογήσω.  Κάτσανε  ο κόσμος  μέχρι στις  3 το πρωί  που το διαλύσαμε .  Φέρνανε  τα   ψητά κοτόπουλα  στα ταψιά, να αχνίζουν από τα σπίτια τους, τσιγαρίδες, τυριά. 20  νταμιτζάνες κρασί ήπιανε.  Όποιος είχε δικό του άνθρωπο στο γλέντι, έφερνε  στο τραπέζι ό,τι είχε  σπίτι του. Και  5 οκάδες κρασί ο καθένας!

 “Οι Ελβετοί τρελαθήκανε. Δεν είχαν ματαδεί  τέτοιο γλεντοκόπι. Να χορεύουνε  και τούτοι  ώρες ολόκληρες. Και τί χορό; Σάματις  ξέρανε τσάμικα και καλαματιανά;  Πηλαλάγανε στη σάλα μέσα, σαν κατσίκια. Πετάξανε και τα  παπούτσια στερνά και  κοντοπηδάγανε σαν παλαβοί, ξυπόλητοι. Και οι μικρές από πίσω να χορεύουν τσιφτεντέλια!  Να ξελιγώνονται οι δικοι μας  από τα γέλια. Είχανε πιει  τον άμπακο, ποιος να τους συγκρατήσει. Και να μαζεύεται και άλλος κόσμος, μόλις κλείσανε τα καφενεία και οι ταβέρνες στην Ανδρίτσαινα.  Μαλλιαίοι, Κουντρέλης, Ντέλα, Μακρήδες, Μέλιος, Κορκολήδες,  Κωλαράς, παρέλαση από το σπίτι”

“Τώρα, γίνανε κακοί οι άνθρωποι. Κοιτάνε να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου. Και μανταλωμένες οι πόρτες και οι καρδιές, παιδί μου. Δε βάζει κανείς ούτε χριστιανό ούτε  αντίχριστο  μέσα. Δε  δίνουν του αγγέλου τους νερό οι σημερινοί. Γυρίσανε στις σπηλιές οι ανθρώποι κι ας λένε πως πήγαν στο φεγγάρι.”

Μόνο στις σπηλιές, ρε μάνα; Καλά που δε ζεις πια να δεις σήμερα τους Ελληνάρες.  Πνιγμένα πτώματα παιδιών ξερνάνε  στις παραλίες οι θάλασσες και οι ντόπιοι  και όλη η Ελλάδα ασυγκίνητοι, σκληρές καρδιές ,πέτρα. Δεν τους θέλουν λέει εδώ τους πρόσφυγες.  Ας τους πάρουν οι Γερμνοί να τους λουστούν, αφού τους αγαπάνε. Να φύγουν από δω.

Και δεν είναι μόνο οι Ναζί, ρε, μάνα που τα λένε αυτά. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας.Τους λέμε καλημέρα. Πάνε και στην εκκλησία, ανάβουνε κερί, δακρύζουν μόλις βγάζει ο παπάς τα “άγια”. Αλλά, δε λυγάει η καρδιά τους στον πόνο και τη δυστυχία του διπλανού τους.

Πώς καταντήσαμε έτσι, κυρά Παναγιώτα, χορευταρού και   έξω καρδιά;  ΄Οπως το είπες. Γυρίσαμε στις σπηλιές!