ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΚΑΟΥΚΗ.

“Ράκα, η πρωτεύουσα του Iσλαμικού Κράτους -Τρόμος και θάνατος στην πόλη.
Ράκα, η πρωτεύουσα του Iσλαμικού Κράτους -Τρόμος και θάνατος στην πόλη των 200.000 κατοίκων [εικόνες]

Κομμένα κεφάλια εκτεθειμένα σε κοινή θέα”

Οι μεταπολεμικές γενιές στην Ελλάδα, που δε ζήσαμε τη ναζιστική “Κατοχή” και το  “Αντάρτικο”,ούτε  βιώσαμε τη φρίκη, τον πόνο ,τη σχιζοφρένεια του πολέμου ,μάθαμε τα  φοβερά  “καθέκαστα” από τις  εμπειρίες-διηγήσεις των παλιότερων, από τα βιβλία και τις φωτογραφίες. Και ναι,  μεν,  μπορεί να λένε πως  “μια εικόνα, χίλιες λέξεις”, αλλά  είναι  εντελώς αλλιώτικο  να βλέπεις και να συλλογιέσαι από την εικόνα  και εντελώς διαφορετικό να βρίσκεσαι   και ο ίδιος μέσα στο πλάνο του κάδρου.

Κοιτάζω από το πρωί αυτές τις φρικιαστικές φωτογραφίες των Τζιχαντιστών που κόβουν κεφάλια και τα μπήγουν στα κάγκελα στους δρόμους και τις πλατείες της Ράκα και  με  πιάνει πάλι  εκείνος  ο απαίσιος, ο απερίγραπτος  τρόμος  και ο πανικός   που θυμάμαι πως με κατάτρυχαν   παιδί,  κάπου εκεί στη δεκαετία του  ΄60.  Ξυπνούσα με φωνές από τον ίδιο εφιάλτη που έβλεπα μέσα στη νύχτα:  Το κεφάλι του Καούκη μπηγμένο στα κάγκελα της αυλής μας με ένα τσιγάρο αναμμένο να κρέμεται στα χείλη ,τα μάτια του χωρίς το ασπράδι τους κι από τις μακάβριες τρύπες τους να τρέχουν βροχή τα δάκρυα. Πάλευε ώρες ο καημένος  ο πατέρας μου, να με συνεφέρει καθισμένος στο προσκεφάλι μου, αλλά   δεν έλεγε να  τελειώνει το   “κακό το  όνειρο”, αν δεν έβλεπα από το μικρό φεγγίτη πως πάει,  ξημέρωσε ο θεός  την ημέρα και όλα είναι πάλι στη θέση τους.

Την ιστορία με το κεφάλι του Κακούκη την άκουσα για πρώτη φορά παιδί   στο σπίτι μας από  τη θεια Αννιώ,  τη μάνα του Αντώνη  Τσιγουρή.    Για τον Αντώνη,  το γιο  της,  τα ήξερα όλα…χαρτί και καλαμάρι. “Του κατσικώθηκε, μάτι μου”, μολογάγανε  οι γριές στην Ανδρίτσαινα και τα γύρω χωριά  “και βγήκε  Αντάρτης στο βουνό. Κουμουνιστής”.

Αριστούχος φοιτητής  στη Νομική  ήταν ο Αντώνης,έμαθα αργότερα έφηβος, που καιγόμουνα να μαθαίνω τέτοιες ιστορίες.  Με πατέρα μετανάστη στην Αμερική, αλλά  “πιασμένο”, με επιχειρήσεις και  μπόλικο χρήμα  στο Μανχάταν.  Τον  προόριζε μόλις τέλειωνε τη σχολή  να τον έπαιρνε “πέρα”,μαζί με τη μάνα του. “΄Ολα δικά σου”,  του έγραφε. “Βασίλειο έφτιαξα εδώ, παιδί μου από το μεδέν για σένα”.  Δεν πρόλαβε. Σκοτώθηκε ο Αντώνης  στο καμπαναριό του Μελιγαλά. Ούτε ποτέ η θεια Αννιώ πήγε στην Αμερική. Τη θεώρησε υπεύθυνη ο άντρας της  και δεν την πήρε “πέρα”. Την τιμώρησε  που άφησε το παιδί τους να γίνει  ….κουμουνιστής .

Δέκα ώρες, διηγιόντουσαν   “κράτησε τους  “χωροφυλάκους ” στο καμπαναριό . Είχαν ταμπουρωθεί κει πάνω καμιά  15αριά αντάρτες. Είχανε στήσει καρτέρι   σε ένα απόσπασμα της χωροφυλακής  που είχαν πληροφορίες που θα περνούσε κοντά στην εκκλησιά . Μόλις φανήκανε, πλήθος μέγα, ο Αντώνης που ήταν επικεφαλής της “επιχείρησης”  ματαίωσε  την επίθεση κι    έδωσε εντολή στους  συντρόφους του  να υποχωρήσουν.  Θα έμενε εκείνος πίσω, τους είπε, όσο θα γινόταν η αποχώρησή τους. Ταμπουρωμένος στις κολώνες στο καμπαναριό,  θα τους κάλυπτε. Και μόλις   έβλεπε πως  θα είχαν πιάσει το βουνό  , θα πήγαινε  κι  αυτός  πίσω τους.

Δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα, όμως, όπως τα  σχεδίασε  ο Αντώνης. Μόλις έφυγε και  ο τελευταίος αντάρτης από το Καμπαναριό, οι χωροφύλακες  ζώσανε το παλικάρι από παντού. Δεν είχε τρόπο διαφυγής και αποφάσισε να πεθάνει πολεμώντας σαν το Διάκο, παρά να παραδοθεί,  Δέκα ολόκληρες  ώρες κράτησε. Και όταν έριξε και την τελευταία ντουφεκιά,  βγήκε ακάλυπτος από την κολώνα,  έπιασε  το σκοινί από το   γλωσσίδι  και άρχισε να  χτυπά την καμπάνα   πανηγυρικά.  “΄Οπως κάνουνε  στο μοναστήρι στο  Σεπετώ, όταν βγάνανε  την εικόνα με τη Χάρη της”, μοιρολογούσε η Αννιώ η μάνα του .

Τον γαζώσανε. ΄Ηταν τέτοιο το μίσος τους,  που και μετά , που έπεσε από το καμπαναριό στο χώμα, δε σταμάτησαν να τον πυροβολούν και να καρφώνουν το άψυχο σώμα με τις ξιφολόγχες. Η Αννιώ και η Ασημούλα η γιαγιά μου,  που πήγανε με τα πόδια  στο  Μελιγαλά να προσπέσουν στο μοίραρχο  να πάρουν το πτώμα του παιδιού  να το θάψουν, δεν τον  βρήκανε πουθενά.  Δεν τους είπανε ποτέ τί κάνανε το κουφάρι.

“Κι απέ  πήγανε οι έρμες” ,μαρτύραγε ο κόσμος,     “κάτω από το καμπαναριό  και σκάβανε  με τα νύχια το  χώμα . Μαζέψανε  ίσια  με δυο οκάδες  κοκινόχωμα  που  ποτίστηκε από   το αίμα του και κάτι κοτρώνες  πιτσιλισμένες από  τις στάλες .   Το σύνολον πέντε οκάδες.  Ζαλωθήκανε το σακί  και  πιστρέψανε την άλλη μέρα,  πάλε με τα πόδια   στο χωριό…”!

Την ιστορία τούτη  με τον Αντώνη  την ήξερα “με το νι και με το σίγμα” από μικρό παιδί. Χίλιες φορές την είχα ακούσει από τη μάνα του. Κάθε φορά που ερχόταν   σπίτι μας, της έψηνε τούρκικο καφέ η γιαγιά,  της έβγαζε  στο δίσκο   2-3 μουστοκούλουρα ,ένα ρακόγυαλο κονιάκ ή “σούμα”, ανάλογα την εποχή,  τ΄ακούμπαγε στο μεγάλο τραπέζι στο  χειμωνιάτικο, με έπαιρνε κι  εμένα στα γόνατά της  και πιάνανε να τα λένε με  τις ώρες. Τα ίδια και τα ίδια.

Πώς σκοτώθηκε στα “Πέντε Πηγάδια” ο Μιχαλάκης ο αδερφός της γιαγιάς. 20 χρονώ παλικαράκι.  “Είχε πάψει    η μάχη.  Σηκώθηκε το καψερό από τ΄αυλάκι που ήταν χωμένα και πολεμάγανε και χοροπήδαγε από τη χαρά του αναγύρω στους άλλους. Μαύρη η ώρα ,παιδάκι μου. Του΄ ρθε η σφαίρα κατακούτελα.΄Εμεινε στον τόπο.  Εδ΄εκεί το θάψανε.΄Ολα τα σκοτωμένα ελληνόπουλα μαζί, σε μια πηγάδα”. Κι ένιωθα  ζεστά που τρέχανε τα δάκρυα  της πάνω στα πόδια μου. Κι όταν απόσωνε η γιαγιά το θρήνο με τον αδερφό της, έπιανε   η Αννιώ το μοιρολόγι  για τον Αντώνη της. Ξανά και ξανά, χρόνια, ίδιες ιστορίες, χειμώνα καλοκαίρι.

Τις έχω όλες εκείνες τις σκηνές και τα λόγια των γυναικών  αποθηκευμένα   στο σκληρό δίσκο της μνήμης μου, ως τώρα ακόμα. Κάθε λέξη τους, κάθε  αναστεναγμό και κατάρα .   Την ιστορία με το κεφάλι του Καούκη, όμως, δε τη θυμόμουνα ποτέ μεγάλος.Την είχα απωθήσει φαίνεται από τον τρόμο και τη φρίκη τις εφιαλτικές εκείνες νύχτες  στα μικράτα μου, που την είχα πρωτακούσει.

Σήμερα το πρωί με το που είδα  αυτές  τις  βάρβαρες    εικόνες με τους Τζιχαντστές και  τα καρφωμένα κεφάλια,  σαν όφια  κολοβά   ξεχύθηκαν οι μνήμες από εκείνο το αυγουστιάτικο απόγεμα στην αυλή μας στο χωριό. Πίνανε πάλι Αννιώ και Ασημούλα το καφεδάκι τους . Κι εγώ  πιασμένος, όπως πάντα,  στην ποδιά τους  να μη χάσω λέξη από όσα λέγανε.    Μιλούσανε ξανά  για  τα παλιά .Για τον Καούκη ,όμως, τούτη τη φορά.

“Το παιδί, ήτανε από τα κάτου χωριά, της Πλατιάνας, της Κρέστενας,”, διηγιόταν  η Αννιώ.  “Αντάρτης.  Κουμουνιστής με αξίωμα. Τον είχε πιάσει με ενέδρα ο Ζάρας. Είχε πάει σπίτι  το  μαύρο ξαρμάτωτο,  να ξεπροβοδίσει  τον πατέρα του που ψυχομάχαγε. Τον  παραφύλαγε ο Ζάρας, τον έπιασε   και  τον ήφερε στην Αντρίτσαινα. Το είχε  δεμένο  πιστάγκωνα  ο παλιάνθρωπος   στην Τρανή βρύση.  Και πέρναγε ο κόσμος από μπροστά του  και τους διάταζε να τον φτύνουν. Τον είχε κανα δυο ώρες έτσι.  Και μετά,  βγάνει τη μαχαίρα  από την κασέλα  και πάει  να του πάρει το κεφάλι. Πέφτει απάνω ο Καρβούνης ,τον είχε χωροφύλακα στ΄ απόσπασμά του ο Ζάρας. -Καπετάνιο,του λέει μην το κάνεις .Δεν είμαστε Τούρκοι, αντίχριστοι. Να τον παραδώκουμε στη διοίκηση να δικαστεί . Του δίνει εκείνος μια με το βούρδουλα στη μούρη και μια σπωξιά και χραπ του πήρε του παλικαριού το κεφάλι.  Απέ μετά ,έτσι όπως έσταζε ο αίμα,  το πήρανε και το φέρανε στον πλάτανο, έξω από το  καφενείο του Θωμά και το καρφώσανε σε ένα παλούκι να το βλέπει ο κόσμος.  Του κρεμάσανε κι ένα τσιγάρο στο στόμα και παγαίνανε οι  Ντρόλιας με τους Χίτες και  του το ανάβανε.  Βάλανε μετά  και ένα γύφτο με νταούλι να τραγουδάει  το    ” Γρίβα μ σε θέλει  ο βασιλιάς” . Και χορεύανε ούλη  νύχτα στην “Αγορά”,μεθυσμένοι, μέχρι που το κεφάλι του  παιδιού δεν έσταζε σταγόνα πια  αίμα . Και την αυγή το ξεπαλουκώσανε και το  παίζανε οι Δαιμόνοι  μπάλα στη δημοσιά…  Να δώκει ο θεός άλλη μάνα να μη  ζήσει ποτέ  τί ζήσαμε εμείς οι καψερές…” ,απόσωσε τη διήγηση .

Δεν τελειώνει η φρίκη στον κόσμο , θεια  Αννιώ. Χτες εσύ, σήμερα  άλλες μανάδες,  αύριο  καινούριες θα θρηνούν  για  παιδιά  με παλουκωμένα κεφάλια. Λένε πως “η βία είναι η μαμή  της Ιστορίας”. Είναι αλήθεια. Η μαμή της Ειρήνης, όμως,  δεν μας είπε  κανείς σοφός  ακόμα  ποια είναι. Δεν υπάρχει μάλλον; Μπορεί.

 Μην το ψάχνετε οι…ψαγμένοι. ΄Ακρη δε θα  βρείτε ούτε σεις.