“Α ,φαύλοι, δεν θα μου το κλείσετε ποτέ τ’ αχρείο μου το στόμα!»

Πολλές οι ευχαριστίες μας στους υβριστές  για το χτεσινό μας κράξιμο  στη θρησκεία.  Να φοβάσαι πως κρύβεις την αλήθεια, αν δε σου επιτίθενται,  δε σε κακολογούν. Αν το αθύρωτο και  βρώμικο  στόμα τους  ξερνάει χολή,  ξέρεις πως περπατάς   στον ίσιο δρόμο.

Χυδαιολογούν. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά.  Και όπως πάντα, βαριές οι βρισιές τους, δεν τους φτάνουν οι απλές λέξεις  για  να  ψέγουν.  Δεν ξέρει, ούτε χρειάζεται ο  φανατικός να διαφωνεί.  Κραυγάζει και ωρύεται μόνο .

Αλλά. τί νόμισες, ανόητε;  Πως όσο πιο χυδαία βρίζεις,  τόσο πιο πολύ δίκιο  έχεις;   Ας είναι!

΄Οπως ,ακριβώς, το έλεγε η τραγική Μαρία Πολυδούρη (τί άνθρωπος, θεέ μου και τούτη! Δε λέμε γυναίκα).

΄Εφυγε από τη ζωή , μόλις  στα 28 της χρόνια  ,σαν προχτές, το 1930.  Πρόφτασε και είπε δυνατές κουβέντες τυλιγμένες στο αστραφτερό χαρτί της ποίησης.   Κι ανάμεσά τους εκείνος  ο λόγος, σπαθί γυμνό και κοφτερό για τους θρασείς και συνάμα  μωρούς και ανόητους!

“Α ,φαύλοι, δεν θα μου το κλείσετε ποτέ τ’ αχρείο μου το στόμα!»

 

 Μαρία Πολυδούρη

 

(αφιερωμένο στον χύδην, θρησκευόμενο,  όχλο)

 

Ο τρελός (1929)

 

Ένας τρελός καθότανε στην είσοδο
τη νύχτα απόψε και μιλούσε,
μιλούσε βιαστικά κι όταν απόσταινε
κάποτε, σκεφτικά χαμογελούσε.

Μιλούσε για τη γνώση, την ονόμαζε
την πρώτη αδυναμία των ανθρώπων.
«Μα θα μιλήσω απόψε κι ας με δέσουνε,
ξέρω τα μυστικά των άγιων τόπων!

»Ξέρω όλο μυστικά και γύρω μου άφοβα
θα τα βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ήμουν τρελός τόσον καιρό που σώπαινα
κι αυτά μου ‘χουν βαρύνει το κεφάλι.

»Φίλε μου να ‘σαι απλώς πολυλογάς
χωρίς ουσία, θα ‘σαι βάρος.
Φρόντιζε να ‘σαι ο πιο επικίνδυνος
και μόνος σου να παίρνεις θάρρος.

»Να ‘χεις καρδιά κι όλο να ευφραίνεται
Μ’ αίσθημα και φιλοτιμία,
είναι… να καρτεράς το θάνατο
και να ‘ρθει μία λιποθυμία!!!

»Είδες ο φουκαράς ο τζίτζικας
ψόφησε εχτές από ειλικρίνεια.
Τα λέγε αληθινά κι επίμονα
και εμείς τα παίρναμε για γκρίνια.

»Στο τέλος έσκασε από ευγένεια
κ’ επίσημα κυλίστηκε στο χώμα…
Α φαύλοι, δε θα μου το κλείσετε
ποτέ τ’ αχρείο μου το στόμα!».

Και τα ‘λεγε τόσο ήρεμα
τόσο γλυκά η ματιά του εφωτοβόλει,
γελούσε ξαφνικά κ’ έτσι χαρούμενα
σα να ‘ταν η καρδιά του περιβόλι!