“ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΑΚΑΣ, ΜΩΡΕ ΠΑΙΔΙΑ!”

Nίκος Καζαντζάκης: Το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Ο Ανήφορος» κυκλοφορεί για πρώτη φορά

Νίκος Καζαντζάκης

Eξήντα πέντε χρόνια μετά, ανήμερα της επετείου του θανάτου του, κυκλοφόρησε το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Ο Ανήφορος» από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε το μυθιστόρημα το 1946 στην Αγγλία, αμέσως μετά τη συγγραφή και την έκδοση του έργου «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Το χειρόγραφο από το μυθιστόρημα «Ο Ανήφορος» φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του , τους Βαρβάρους -σημερινή Μυρτιά.

***

Είσαι προσκεκλημένος στο νέο πλουσιοπάροχο  τραπέζι που  παραθέτει  για άλλη μια φορά ο γίγαντας της ελληνικής Λογοτεχνίας (ποιητής και πεζογράφος) Νίκος Καζαντζάκης;  Εμείς από τα μικράτα  μας, δε λείψαμε ποτέ από κανένα χορταστικό δείπνο του.

 Θα πάμε και τώρα. Κουρασμένοι από την ασταμάτητη  οδοπορία,  μα ακόμα κεφάτοι , δυνατοί και…πεινασμένοι. Τέτοιο φαγοπότι, τέτοιες γιορτές και τέτοια    αντάμωση,   δεν τα χάνεις ποτέ. Ακόμα και στο χείλος του τάφου να είσαι.

Αν δεν αγαπάς τον οικοδεσπότη , αν δεν μπορείς κι εσύ με τα δικά σου  τα φτερά  να πετάξεις στις απόκρημνες κορφές και τα ύψη  που ταξίδεψε  το πνέμα  αυτού του Κρητίκαρου,  αν δεν μπορείς μαζί με τον παπά Καφάτο  να ανοίξεις τις αγκάλες σου και να φωνάξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου  “Χριστός  ανέστακας, μωρέ παιδιά!”  (*),  μην έρθεις.  Θα είσαι ξένος ανάμεσα σε ξένους .

                                    (*)  Αναφορά στον Γκρέκο

Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής. Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί ’ναι πολλά τα χωριά και δεν έχουν παρά αυτό μονάχα παπά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει. Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ’ άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ’ ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει ξεγλωσσισμένος σ’ άλλο χωριό.

Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μερτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα· κρατούν σβητά τα κεριά τους και περιμένουν να ’ρθει ο Μέγας Λόγος ν’ ανάψουν.

Και νά, μέσα στη σιγαλιά ακούστηκε χαλικισμός, σαν άλογο βιαστικό να σκαρφάλωνε την πλαγιά του βουνού και κυλούσαν οι πέτρες.

— Έρχεται! Έρχεται!

Όλοι πετάχτηκαν έξω· ρόδιζε πιά η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Βαριά ανάσα ακούστηκε, τα τσοπανόσκυλα γάβγισαν χαρούμενα· κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, ξεστηθωμένος, συνεπαρμένος από τους πολλούς Χριστούς που ’χε αναστήσει, πετάχτηκε μαύρος, απόκοντος, με ξέπλεκα μαλλιά, ο γερο-παπα-Καφάτος.

Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:

— Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά! φώναξε.

Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη: ανέστη του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη· δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία· πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά.

Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, έσπασαν ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής, δημιουργήθηκαν νόμοι καινούριοι· και να, πρώτη φορά το πρωί εκείνο, ο γερο-Κρητικός, δημιουργώντας την καινούρια λέξη, ένιωθε πως αληθινά ανάσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό.