ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΠΙΑ ΓΙΑ ΚΟΡΟΝΟΪΟ . ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ΕΝΑΣ ΞΑΣΤΕΡΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΓΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ . ΤΙΠΟΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ. (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

1. Ο κόσμος μετά τον κορωνοϊό –Θα θυσιάσουμε την ιδιωτικότητα στη μάχη με την πανδημία’

Φρικιαστικές εικόνες νεκρών παιδιών στη Λωρίδα της Γάζας -Η UNICEF προειδοποιεί για τα καταστροφικά δεινά [εικόνες]

Παλαιστίνη: 2.070 παιδιά νεκρά μέσα σε 18 χρόνια (Μόνο το 2018  από τα πυρά των Ισραηλινών έχουν σκοτωθεί 52 παιδιά στην Παλαιστίνη).

Λέγαμε πως οι περισσότεροι μιλούν για τον “Κορόνα” σαν να πρόκειται για πόλεμο. Σαν να είναι  ο χειρότερος μετά τον 2ο Παγκόσμιο! Και δε διστάζουν να χωρίζουν τον κόσμο σε πριν και μετά Κορονοϊού εποχή.  Ανιστόρητες σαχλαμάρες.

Σαν να ξεχνάμε  πως εκτός από τους κορονοϊόπληκτους, υπάρχουν την ίδια ώρα και άλλα ,  απείρως περισσότερα δράματα και    θύματα  από πολλούς και διάφορους “ιούς”. Και που δε δείχνουν,όπως ο κορόνα,   τα δόντια τους  μόλις σήμερα αλλά δεκαετίες πριν.  Και μάλιστα  ακονισμένα  και κοφτερά, τόσο ,που ούτε έδειξε ούτε θα δείξει ποτέ, ο έχων την τιμητική του,  τους τελευταίους μήνες, ιός.

Πείνα, δεινή φτώχεια,  πόλεμοι,  αρρώστιες, προσφυγιά, πανδημίες.Και  οι περισσότερες μαζεμένες  μέσα σε ένα αιώνα, τον προηγούμενο. Και συνεχίζονται  μέχρι αυτή τη ώρα, ίδιας έντασης και καταστροφικότητας.  Απέραντη λησμονιά ,όμως . Κανείς δε μιλά πια γι΄αυτά τα δεινά. Σαν, πέρα από τον κορόνα ,να μην υπάρχει τίποτα άλλα.Ο οριστικός τελειωμός    του Σύμπαντος.

Αν  μη τί άλλο,  αν θέλουμε να μη γινόμαστε φαιδροί, πέρα από ανιστόρητοι, το ντελίριο, που το ξεκίνησε ο  “Κιτρινοϊός” (διάβαζε Τύπος), είναι  παρασάγγες μακριά από το να θεωρηθεί πιο επικίνδυνος από άλλους. Και συνιστά πρόκληση και ασέβεια στα θύματα των  διαφορετικών  “ιών” και ανά  τους αιώνες και στις μέρες μας. Αλλά, να παραδεχτούμε πως,  αν κάτι ουσιαστικό βγήκε στο τέλος  από όλη αυτή την ιστορία, που σύντομα μάλιστα θα τελειώσει, είναι η προκλητική  υποκρισία της παγκόσμιας κοινότητας σήμερα.

 

Παράδειγμα, οι απόψεις παρακάτω του  Ισραηλινού  συστημικού καθηγητή  στο Πανεπιστήμιο,που με πρόσχημα εδώ και χρόνια μιας διαφορετικής προσέγγισης της Ιστορίας και των πραγμάτων,  προπαγανδίζει   την αξία της Δημοκρατίας  και του σύγχρονου πολιτικού συστήματος,  μιλάει περί ισότητας ,δικαιοσύνης και ελευθερίας, τη στιγμή που δίπλα του οι Παλαιστίνιοι βιώνουν εδώ και χρόνια  στο πετσί τους τον “ιό” της αναλγησίας  και της εγκληματικότητας  της χώρας του.

Γράφει ο τύπος:

“Ο κόσμος μετά τον κορωνοϊό –Θα θυσιάσουμε την ιδιωτικότητα στη μάχη με την πανδημία

Η καταιγίδα θα περάσει, αλλά οι επιλογές που κάνουμε τώρα θα αλλάξουν τις ζωές μας για τα επόμενα χρόνια», γράφει για την πανδημία του κορωνοϊού ο  Ισραηλινός  στοχαστής Γιουβάλ Νώε Χαράρι, εστιάζοντας στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων, καθώς οι κυβερνήσεις εντείνουν τις προσπάθειες ανάσχεσης του φονικού ιού.

Ο θυμός, η χαρά, η ανία και η αγάπη είναι βιολογικά φαινόμενα,  όπως ο πυρετός και ο βήχας. Η ίδια τεχνολογία που αναγνωρίζει τον βήχα θα μπορούσε επίσης να εντοπίσει το γέλιο. Εάν οι εταιρίες και οι κυβερνήσεις αρχίσουν να συλλέγουν κατά μαζικό τρόπο βιομετρικά δεδομένα, μπορούν να φθάσουν στο σημείο να μας γνωρίζουν πολύ καλύτερα από ό, τι γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας και τότε όχι μόνον θα μπορούν να  προβλέψουν τα  αισθήματά μας, αλλά και να τα χειραγωγήσουν και να μας πουλήσουν ο,τι – από προϊόντα μέχρι πολιτικούς. Η βιομετρική παρακολούθηση θα καθιστούσε την κυβερνοπειρατεία στα δεδομένα της Cambridge Analytica να μοιάζει βγαλμένη από την Εποχή του Λίθου. Φανταστείτε στη Βόρεια Κορέα το 2030 να είναι υποχρεωμένοι όλοι οι πολίτες να φορούν βιομετρικό βραχιόλι 24 ώρες το 24ωρο. Όταν ακούν μια ομιλία του «Μεγάλου Ηγέτη» και το βραχιόλι συλλαμβάνει ενδείξεις θυμού, τότε θα είναι τελειωμένοι…

Η τεχνολογία, ιδίως οι δύο αιχμές της, η τεχνητή νοημοσύνη και η βιοτεχνολογία, μπορούν να διαβρώσουν τα θεμέλια της δημοκρατίας και να υποσκάψουν την ελευθερία και την ισότητα, ευνοώντας τη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια μιας μικρής ελίτ, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια σύγχρονη τυραννία, μια ψηφιακή δικτατορία.

Ο κομμουνισμός: «Στις μικρές κοινωνίες, ο κομμουνισμός μπορεί να λειτουργήσει απίστευτα καλά. Διακόσιοι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μαζί με κοινή περιουσία και χωρίς αφεντικά, με θαυμάσιο τρόπο. Αν όμως αυτό το μοντέλο μετακινηθεί σε 200 εκατομμύρια άτομα, απλώς δεν λειτουργεί». …και ο καπιταλισμός: «Στον 20ό αιώνα τα χειρότερα εγκλήματα έγιναν από κομμουνιστές και φασίστες”.

 

Καλά. Φέξε μου και γλίστρησα!

΄Οταν ακούτε “διανοούμενο” και “στοχαστή”  ΣΥΣΤΗΜΙΚΟ, να έχει έδρα σε πανεπιστήμια και και ισόβια λύση   στο βιοποριστικό  του πρόβλημα  με την εξαρτημένη  εργασία , μη δίνετε βάση. Φυσικά και δεν μπορεί ούτε τολμά να “δαγκώσει χέρι που τον ταϊζει” . Ακόμα χειρότερα, όταν είναι χωρίς ίχνος από διαπιστευτήρια ζωής και εξετάσεις καθημερινές. Τότε, ακόμα περισσότερο,  “κρατάτε μικρό καλάθι”.

΄Οπως εν προκειμένω ο  Γιουβάλ Νώε Χαράρι,  βολεμένος τύπος,  αλλά και …δημοκρατικότατος ,που   απορρίπτει τον κομμουνισμό και υπολήπτεται  τον καπιταλισμό!  Στο μεταξύ δίπλα του, οι πάνοπλοι Ισραηλινοί στρατιώτες πυροβολούν στην ψύχρα Παλαιστίνιους για ψύλλου πήδημα. Αλλά ο κύριος …καθηγητής, βέβαια,αν και ρέκτης (στο μπλά-μπλά)  δεν έπεσε ποτέ πάνω σε ένα πτώμα  από τα σκοτωμένα  Παλαιστινάκια  να κλάψει γοερά και ως ο Δαυίδ της ιστορίας τους,  να κράξει «Υιέ μου, Υιέ μου Αβεσσαλώμ», συμβολικά,ως  πατέρας και άνθρωπος. ΄Ενα αυτό.

“Η τεχνητή νοημοσύνη και η βιοτεχνολογία, μπορούν να διαβρώσουν τα θεμέλια της δημοκρατίας και να υποσκάψουν την ελευθερία και την ισότητα, μας λέει ο  ίδιος.

 Ποια ελευθερία και ποια ισότητα,βρε άνθρωπε του Γιαχβέ; Τί ισότητα έχει ο Παλαιστίνιος σε σχέση με σένα;  Και γιατί να μην την  έχει;  Τί κάνεις εσύ στην πράξη ακτιβιστικό, για να την αποκτήσει; Αλλά,και  πέρα από τα δικά σας, κοντά σου πάλι.  ΄Εχεις ακούσει για το δράμα της Υεμένης, που θα πούμε αύριο περισσότερα , όπου εδώ ο Κοροϊνός φαντάζει αστείος; Τέλος ,λοιπόν, το παραμύθι της συστημική διανόησης. Και καμιά προσοχή στα μοιρολόγια  για τη δημοκρατία  και την ιδιωτικότητα  που θα  αφανίσει  ο προελαύνων ακόμα (και για λίγο)  ιός

Και δε μας λέει φυσικά γιατί είναι καλύτερα για μας όλους, να μην έχει το βραχιολάκι στο χέρι  ο ασυνείδητος φορέας μεταδοτικής αρρώστιας και να  κυκλοφορεί άνετα στο σούπερ μάρκετ, χωρίς κανόνες και περιορισμούς. Κι τι θα πάθουμε, αν  μια μεγάλη κάμερα πάνω στα ουράνια παρακολουθεί κάθε φονιά, ανώμαλο, διεστραμμένο,  εγκληματία; Μη χάσει  την…ιδιωτικότητά της η ανίερη πράξη;  Δε μας … χαιρετά ο  δημόσιος υπάλληλος από το  Ισραήλ;

Αν  το operation center  έχει προγραμματιστεί σωστά και δίκαια με βάση τις αξίες της ζωής και τους φυσικούς νόμους, τι με νοιάζει να με βλέπει η κάμερα και  στο γέλιο και το κλάμα και στον ύπνο και  το ξύπνιο ;  Τί έχω να κρύψω και τι επιτέλους αποκαλούμε ιδιωτικότητα;  Την παραβατικότητα κάθε μορφής μήπως;

΄Οσο κι αν παλεύουν οι αχυράνθρωποι και τα  ενεργούμενα της συνομοταξίας των εξουσιών   να συνεχίζουν να έχουν το πάνω χέρι …δημοκρατικά , ελέω ληστρικών ,εκλογικών νόμων, δε θα τα καταφέρουν. Το “Ρομπότ” θα τους κόψει τα πόδια Και στους άρχοντες και στους υπηρέτες τους.

Οπότε,άραξε ,καλέ μας… Νώε.  Ο  Κορόνα , όπως ήρθε, θα φύγει.  Μόνο που μην ελπίζετε πως  και στη…μετακορινοϊκή εποχή ,όπως λέτε, θα συνεχίζετε “εσύ” και ο “Νετανιάχου” να δουλεύεται “ψιλό γαζί” τον κόσμο.

 

2.ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΞΕΒΑΝΗΣ

Η πανδημία δεν μοιάζει με τους πολέμους που έχω ζήσει

“Καλημέρα σε όλες και όλους, είμαι ο Κώστας Βαξεβάνης, δημοσιογράφος και εκδότης του Documento. Φυσικά είμαι απομονωμένος, καταβάλω όμως προσπάθεια να μην είμαι μονωμένος.

Προσπαθώ να παίρνω την πληροφορία για όσα συμβαίνουν, αλλά και να καταλαβαίνω όσα συμβαίνουν.

Ωστόσο, αυτό είναι ένα κάπως προσωπικό κείμενο. Δεν μπορώ να ξεφύγω από την φύση του δημοσιογράφου, ούτε από την ιστορία που ως πολεμικό ανταποκριτή με έφερε κατά καιρούς δίπλα σε δραματικά γεγονότα τα οποία , ασυνείδητα επαναφέρω μέσα μου για να βγάλω συμπεράσματα.

Η πανδημία δεν μοιάζει με τους πολέμους που έχω ζήσει. Είναι γεμάτη από τον αόριστο φόβο που κάνει τους ανθρώπους να επιστρέφουν στην πρωτόγονη φύση τους.

Θυμάμαι πριν από χρόνια έκανα ένα ντοκιμαντέρ στην Ουρουγουάη που αφορούσε εκείνο το συγκλονιστικό δυστύχημα του 1972, όταν ένα αεροσκάφος έπεσε στις Άνδεις και οι επιζήσαντες κατέφυγαν σε κανιβαλισμό για να επιβιώσουν (η γνωστή ταινία Alives περιγράφει αυτή την πραγματική ιστορία). Συνάντησα λοιπόν όσους επέζησαν από το δυστύχημα.

 

Σε αυτό το ταξίδι είχα απέναντί μου τον ήρωα της υπόθεσης Νάντο Παράντο που κατάφερε περνώντας τις Άνδεις να ζητήσει βοήθεια και τον ρώτησα με πραγματική απορία «μα πώς έφτασες στο σημείο να φας το κρέας των νεκρών φίλων σου, πώς μπόρεσες;» Ο Νάντο κοίταξε εμένα και τον οπερατέρ και χωρίς να μεσολαβήσει χρόνος μας είπε « το λέω σε σένα, στον οπερατέρ και σε όσους μας ακούνε. Όλοι θα κάνατε το ίδιο. Ο άνθρωπος τηρεί τους κανόνες και τον πολιτισμό του όσο δεν απειλείται η επιβίωσή του».

Το έχω κρατήσει ως συμπέρασμα από τη ζωή ενός ανθρώπου που έφτασε στην πιο ακραία κατάσταση. Το αναφέρω γιατί όλες αυτές τις μέρες λέμε και σχολιάζουμε διάφορα για όσους χάνουν τον πολιτισμό τους και μετατρέπονται σε ζώα που προσπαθούν να επιβιώσουν. Νομίζω θα γράψω λίγο παρακάτω για το συγκεκριμένο.

Η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνο ανήμπορη αλλά και αβέβαιη. Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό για να πατήσει και να εγγυηθεί την επόμενη μέρα. Είναι το ίδιο εξοντωτικό με την απειλή του ιού. Ο πολιτισμός μας , οι σταθερές μας, η οικονομία, οι θρυλικές αγορές και τα πανίσχυρα χρηματιστήρια έχουν ισοπεδωθεί από τον αόρατο κορονοϊό. Τίποτα δεν είναι όπως ξέραμε και τίποτα δεν θα είναι.

Αχ αυτή η ιστορία

Η γνωστή πανδημία της Μαύρης Πανώλης εμφανίστηκε το 1331 στην Κινέζικη Αυτοκρατορία. Χρειάστηκαν πάνω από δέκα χρόνια για να εξαπλωθεί στην Ευρώπη και να θανατώσει από 100 έως 200 εκατομμύρια. Η σημερινή πανδημία χρειάστηκε λιγότερο από ένα μήνα για να φτάσει από την Κίνα στην Ευρώπη.

***

Ο δημοσιογράφος,όπως ο ηθοποιός δεν έχει μπέσα. Επειδή δεν έχουν και οι δυο …πρόσωπο να βγουν στην κοινωνία.  Με τίποτα δε γίνεται να είναι ο εαυτός του ο κάθε  “Κώστας Βαξεβάνης”.  Τη  μέρα που ξημερώνει  θα βάλει τη διαφορετική “μουτσούνα” του, εκείνη,  που θέλει ο πελάτης και θα του πει αυτό  που θέλει. Ζει απ΄αυτό. Τρώει ψωμί.  Και δεν είναι, φυσικά,  κακό, αν εκείνο που θέλει ο πελάτης  είναι η αλήθεια και η είδηση χωρίς ψαλίδι και   ψιμύθι. Αλλά, δυστυχώς, αυτά μόνο  είναι τα  αποκλειστικά  εργαλεία του  δημοσιογράφου.

Παράδειγμα τα όσα διάλεξε να γράψει σήμερα ο Κώστας Βαξεβάνης, για να είναι και στην επικαιρότητα και πιστός στις αρχές  του σουρεαλισμού (υπερρεαλισμός)  της δημοσιογραφίας. ΄Ηδη από τον τίτλο μας έδειξε τις προθέσεις του.

“Η πανδημία δεν μοιάζει με τους πολέμους που έχω ζήσει”,μας λέει. Και τί να του πούμε εμείς τώρα; ΄Η δεν έχει πάει σε πόλεμο ή δεν έχει μελετήσει τί είναι πόλεμος  ή κάνει την τρίχα, τριχιά “τοις κείνων ( δημοσιογράφων) ρήμασι πειθόμενος”.

Δε θα  μείνουμε να σχολιάσουμε το απόσπασμα του κειμένου  επειδή  δεν αντέχει κριτικής. Τούτο μόνο. Ο πόλεμος είναι κατάρα, φρίκη,αποτροπιασμός και  θηριωδία. Οι 600.000 νεκροί και τα εκατομμύρια σακατεμένοι και πρόσφυγες της Συρίας, για  να μείνουμε στα πρόσφατα,  είναι η απάντηση στο Βαξεβάνη. Αν μη τί άλλο,  είναι προσβολή όσα γράφει για  τα συγκεκριμένα   θύματα , συγκρίνοντας πόλεμο, με …Κορόνα.  Αυτονόητα ,ως ασύγκριτα  και ανιστόρητα, όσα λέει.

Από την άλλη,πιστός στο δρόμο που χάραξε η δημοσιογραφία (“είδηση δεν είναι ένας σκύλος να δαγκώσει άνθρωπο,αλλά άνθρωπος σκύλο), φτάνει να συγκρίνει την πανώλη του Μεσαίωνα που  ξεκλήρισε το 1/3  του πληθυσμού με τον ιό σήμερα. Φρίττει κι αυτός ο… καημενούλης με την υπερβολή,την αστοχία και την ασύστολη κατηγορία  περί μιας από τος χειρότερες πανδημίες στην ιστορία(!), που του προσάπτουν.

Θα μας τρελάνουν οι δημοσιογράφοι. Εσάς, δηλαδή. Εμείς τους ξέρουμε,  σας τους παραδίνουμε έτσι,τσίτσιδους,  χωρίς φύλλο συκής. για να τρομάζετε και να αποστρέφετε το πρόσωπό σας από δαύτους.

 

3.  ΣΕΒΑΣΜΟΣ  ΣΤΑ  ΘΥΜΑΤΑ  ΤΟΥ  “ΧΤΙΚΙΟΥ” ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ  ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΑΙΩΝΑ

Συνεχίζουμε να   το δημοσιογραφικό αληταριό στην Ελλάδα,που δεν έχει ούτε μπέσα,ούτε συγκρατιμό,  ούτε ίχνος πέτσας  ,όταν  πιάνουν “κοντυλοφόρο” και “μικρόφωνο” στο χέρι.

Ψάξαμε  υλικό από το δράμα των Ελλήνων στα χρόνια της φυματίωσης. Ο ιός που θέρισε κόσμο και κοσμάκι.  Μέγα δράμα. Ανείπωτη τραγωδία.Δεν υπήρχε σπίτι που να μη έχει ένα και δύο  θύματα. Η Πεντέλη εκείνα τα χρόνια, υπήρξε το σανατόριο των αρρώστων.  ΄Απειρα τα δράματα που παίχτηκαν σε αυτό το βουνό.  Σε δυο τραγούδια στη συνέχεια  ξεδιπλώνεται όλη εκείνη η κόλαση από το χτικιό.

 

Παλιότερα είχαμε  ανεβάσει και ένα κείμενο, σε μορφή μικρού διηγήματος για εκείνη την κατάρα που έζησε ο τόπος από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι και την  Γερμανική Κατοχή (και λίγο μετά).

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΡΚΑΛΟΥ Η ΚΟΥΦΟΠΛΙΩΤΙΣΣΑ

Δεκαπενταύγουστος χτες, της Παναγίας, και ακούγοντας τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα για το θάνατο της μητέρας του Χριστού, θυμήθηκα άλλη μια φορά τον παππού, τον Μπαρμπα-Νικολάκη, όπως τον αποκαλούσαν στο χωριό.΄Ηταν ο μοναδικός άνθρωπος από την οικογένεια που είχε βγάλε Σχολαρχείο και  «ήξερε καλά γράμματα», έλεγε ο Τσέλαλης, ο διευθυντής της  ξακουστής Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας. ΄Ενα φεγγάρι, πριν πάρει την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη γη, είχε κάνει και δάσκαλος στο χωριό.

Τον θαύμαζα παιδί. Μετά, φοιτητής τον είχα απορρίψει σε πολλά,για να τον παραδεχτώ κάτι χρόνια αργότερα και να τον κατατάξω στους «αγίους» μου, στις σταθερές μου αξίες. Πέθανε «πλήρης ημερών», όταν πια ήμουνα μεγάλος και θυμάμαι χιλιάδες κουβέντες του,αλλά και κάποιες περίεργες συμπεριφορές (ειδικά γι΄αυτές, μπορεί και να μιλήσω μιαν άλλη φορά).

Πάλι ανήμερα, λοιπόν, Δεκαπενταύγουστου στο χωριό, εκεί κάπου  δεκαετία του ’60 . Από τα χαράματα με είχε βάλει ο παπα Καστανάς να χτυπάω χωρίς σταματημό το σήμαντρο στο εκκλησάκι της Παναγίας της Καρκαλούς ή Κουφοπλιώτισσας στο Φαναρίτικο ποτάμι. Μέχρι την «τρίτη καμπάνα»,φίσκα το ξωκλήσι από Κουφοπουλαίους, Αντριτσάνους, Φαναρίτες.

Ο παππούς , από Ιούλιο μέχρι μέσα Σεπτέμβρη, έμενε νύχτα -μέρα στη «Λίμνα», στο χτήμα μας, που το καλλιεργούσε μόνος του από τα μικράτα ως τα βαθιά γεράματά του. Κάποιες φορές, με άφηνε κι εμένα η μάνα να μένω μαζί του νύχτα και να ακούω ώρες ολόκληρες τις ιστορίες,που δεν ήταν μόνο ατελείωτες, αλλά και σαγηνευτικές.

 Η Παναγία Καρκαλού ήταν απέναντι από το χτήμα. Ο παππούς θα έπρεπε να ήταν από τους πρώτους που εκείνη την πανηγυριώτικη ημέρα θα πήγαινε στη λειτουργία. Αλλά, δεν πήγαινε. Δεν τον είχα δει ποτέ σε  εκκλησία,ούτε καν Χριστούγεννα και Πάσχα. Εμείς οι άλλοι στην οικογένεια, εκκλησιαζόμαστε τακτικά, ιδιαίτερα της μεγάλες γιορτές.

Εκείνη τη χρονιά δεν άντεξα ,ήμουνα παιδί ,είχα απορίες για όλους και για όλα. Σιγά που θα του τη χάριζα. Ποτίζαμε μαζί, αργά το απόγεμα τους, κήπους: – Παπού, γιατί δεν πας ποτέ εσύ στην εκκλησία, του κάνω μια στιγμή, αδιάφορα τάχα.- Δε σε είδα ποτέ να έρθεις να λειτουργηθείς. Πότιζε τις ντοματιές και σα να τον χτύπησα με τα λόγια μου εκεί που τον πονούσε, αλλά δεν είπε αμέσως τίποτα.Με άφησε να ολοκληρώσω, όπως πάντα, άλλαξε το νερό στην αυλακιά, ήρθε κάθισε  δίπλα μου, όπως έκανε κάθε φορά, όταν ήθελε να μου μιλήσει σοβαρά, και μου εξιστόρησε:

«΄Ηταν της Παναγιάς, σα σήμερα, το ΄35 ή το ΄36,δε θυμάμαι καλά. Εκείνη την εποχή,  έκανα το δάσκαλο στο χωριό. Θα είχα και 70 μαθητές σε όλο το δημοτικό και να τα βγάζω πέρα μόνος μου σε όλες τις τάξεις, Ανάγνωση, Αριθμητική, Γεωγραφία, όλα τα μαθήματα από τα χέρια μου να περνάν. Είχα και τα δυο δίδυμα  στην Τετάρτη, την Καλυψούλα και το Διαμαντή. Ορφανά από πατέρα, είχε πεθάνει ο καψερός,από το χτικιό, μωρά τα άφησε να τα αναστήσει η Ασήμω, η μάνα τους.

Εκείνα τα χρόνια, θέριζε η φυματίωση, χτικιό τη λέγανε την αρρώστια. Τις πόλεις χτύπαγε περισσότερο,αλλά και τα χωριά δεν πηγαίναν πίσω. Να κολλάει ο ένας από τον άλλο, με το βήχα, με τον αέρα στη στιγμής, βάκιλος θανατηφόρος λέγανε. Και τους μολυσμένους, τους βαριά άρρωστους, να τους βγάζουν έξω από χωριά και πόλεις, σε καλύβες στα χτήματα, στις λαγκαδιές και τα βουνά σε πρόχειρες δραγατσούλες,για να μην κολλήσουν και οι υγιείς. Εκεί μένανε,εκεί υποφέρανε,εκεί ξεψυχάγανε οι άρρωστοι. ΄Οσο ήταν ζωντανοί, οι πιο θαρρετοί ,2-3 φορές τη βδομάδα,  τους πετάγανε από μακριά  ένα κομμάτι ψωμί, ένα πανί να τυλιχτούν, να νιώσουν αθρώποι.

Η Αθήνα, μολογάγανε, υπόφερε πιο πολύ.Πεθαίναν  ο κόσμος  στους δρόμους και τις πλατείες σαν τις μύγες. Να έχουν κάνει την Πεντέλη Σπιναλόγκα. Χιλιάδες οι άρρωστοι, σαν τους βρυκόλακες να τριγυρνάνε στα πεύκα του βουνού, αύριο- μεθαύριο να περιμένει καθένας την ώρα του. Μια τραγωδία, σου λέω, από τη μια ως την άλλη άκρη της χώρας.

Τα δίδυμα, τα βρήκε μαζί  η παλιαρρώστια, χειμώνα ΄35,΄36, σου είπα δε θυμάμαι.  Η επιτροπή τα έκοψε την ίδια στιγμή από το σχολειό και είπαν στην Ασήμω να μην τα αφήνει να βγαίνουν στο χωριό.Ανοιξη βαρύνανε και ο πρόεδρος έδωσε εντολή να τα πάνε έξω, στη Μούσγα, στο παλιάμπελο  της Ασήμως, κοντά στη Λίμνα μας. Μια καλύβα ήτανε στη μέση φτιαγμένη, κάτι χρόνια πριν, από ξερά χόρτα,Τα ξάπλωσαν σε  κάτι καλαμποκιές πάνω  και τα ξεχάσαν όλοι στο χωριό, πλην της μάνας τους και μένα.

Σάββατο απόγεμα και Κυριακή όλη μέρα που δεν είχα σχολείο, κατηφόριζα στο κτήμα να βοηθήσω το γέρο μου στις δουλειές.Τα δίδυμα ήταν  πάνω από τη Λίμνα και κάθε φορά που κατέβαινα στο χτήμα πάγαινα να τα δω, πότε με παστέλια στο χέρι, πότε με κανα σάμαλι ή καραμέλες.Η μάνα τους εκεί απίκω, καθημερινά. Να τους φέρνει φαγί,να τους φτιάχνει κλωτσοσκύφι από τις φανέλες του μακαρίτη του αντρός της, να ασπρίζει με χορήγι την είσοδο της καλύβας,όπως είχε εντολή.

Παραμονή της Παναγίας της Καρακαλούς,ανηφόρισα πάλι στην καλύβα να τα δω. Είχαν βαρύνει και τα δυο, λες και είχαν αποφασίσει ό,τι κάνουν, να το κάνουνε μαζί. Ο Διαμαντής είχε πέσει σε λήθαργο βαρύ,δε με κατάλαβε που πήγα.Η Καλυψούλα σαν να την είδα να σκάει στα χείλη της χαμόγελο, αλλά την έκοβε εκείνος ο ξερός βήχας, άγριος,υπόκωφος και το αίμα να πετάγεται ποτάμι από τα ξέψυχα στηθάκια και να πιτσιλάει τους χορταρένιους τοίχους και τα φουστάνια της Ασήμως.

-Καλυψούλα,αύριο είναι της Παναγίας,θα πάω στο πανηγύρι και θα σου φέρω εκείνη την κούκλα που σου έταξα .Θα έχουν όσες θες οι εμπόροι από την Κρέστενα,θα σου πάρω την καλύτερη και θα στη φέρω σαν θα σχολάσει η εκκλησιά. Κατάλαβα πως μου χαμογέλασε πάλι, πως μου έγνεψε ναι, με το κεφάλι, κάτι σαν «τράβα δάσκαλε και θα σε περιμένω να μου τη φέρεις» και μετά έπεσε και κείνη στο λήθαργο του Διαμαντή.

Ανήμερα, με τη «δεύτερη καμπάνα», ήμουνα στην εκκλησιά.΄Εκατσα απέναντι από το εικόνισμα της Παναγιάς, την έβλεπα καρσί και όπως  δεν προσευχόμουνα ποτές, μου ήρθε παράξενο που κοίταζα το εικόνισμα στα μάτια και είχα βουρκώσει. Της μίλαγα κιόλας,θυμάμαι ακριβώς τι της έλεγα: -Κράτα τα Παναγιά μου ζωντανά, μέχρι να τελειώσει η λειτουργία σου, να πάρω της Καλυψώς την κούκλα,να της την πάω της καψερής που καρτερεί.Δε σου λέω να τα κάνεις καλά, ξέρω πως δεν έχουν πια πνεμόνια. Μα, κάνε το θάμα σου και άστα να ζήσουν σήμερα,που είναι η δικιά σου μέρα να πάρουν ένα ψίχουλο χαράς απ το δικό σου χέρι. Αυτό μονάχα σου ζητώ.

Πρέπει να έκλαιγα με λιγμούς,με κοίταζε ο κόσμος, ντράπηκα, βγήκα έξω,να ανάψω ένα τσιγάρο να καλμάρω. Κάθισα στη ρίζα στο πλατάνι, κάπνιζα και συλλογιόμουνα τα παιδιά. Με τα πολλά, σχόλασε ο παπάς την εκκλησία, βγήκε ο κόσμος στην αυλή,άνοιξαν και οι μικροπωλητές τις πραμάτειες. Η κούκλα ήταν στο δεύτερο ράντζο πάνω, μια κόκινη πάνινη κούκλα,με κραγιόν στα χείλη και κρεμασμένο πενταγιόν στο στήθος. Δίπλα της  ένας παλιάτσος, ντυμένος παράξενα ,με μια μύτη πράσινη και μεγάλη.Τα άρπαξα, πλήρωσα και έφυγα βουή για τη Μούσγα.

Πήδαγα τις ριζιμιές και τα ρέματα σαν ελάφι,να προφτάσω, είχα υπόσχεση δώσει στη μικρή και θα περίμενε τη κούκλα της. Και όλο έτρεχα και έτρεχα να φτάσω και ήμουνα σίγουρος πως η Παναγιά θα κάνει το θάμα της και θα με περιμένουν τα παιδιά. Συλλογιζόμουν πως θα  απόθαγα τα δώρα τους στα ανήμπορα χεράκια πάνω, θα χαμογέλαγαν ευτυχισμένα και μετά…ας γινόταν ό τι ήταν να γενεί.

Στο σύνορο, που χώριζε τα χωράφια μας, άκουσα το ουρλιαχτό της μάνας και το μοιρολόγι που έπιασε να σέρνει. ΄Εδινε συμβουλές στα άμοιρα  πώς να διαβούν τον κάτω κόσμο,πώς να ζητήσουν και να βρουν τον κύρη τους και τους έλεγε, τους έλεγε και τα μάλωνε που φύγαν και  έκλαιγε με σπαραγμό, πεσμένη πάνω στα άψυχα κορμάκια. Στάθηκα αποσβολωμένος, κοίταζα μια τα νεκρά παιδιά και τη μάνα που σπάραζε μια την κόκινη κούκλα και τον παράξενο παλιάτσο.

Μετά, βουρλίστηκα, με έπιασε παράπονο στην αρχή, πόνος, μετά πλημμύρισα μανία και οργή. Πήρα πάλι να πηλαλάω στο πουθενά μέσα στο λόγγο, με τα πάνινα ανθρωπάκια στα χέρια, να τα ανεμίζω και να ουρλιάζω και να παγαίνω, να παγαίνω για ώρες, μπορεί κι ολόκληρη τη μέρα να έτρεχα,να ήμουνα χαμένος στα διάσελα και τα ρουμάνια.

 Κι από τότε, που λες, έκοψα τις σχέσεις μου με τη θρησκεία .Δεν ματαμπήκα σε εκκλησιά».

Είπε και σαν να είδα πως τρέχαν δάκρυα από τα μάτια του. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος ,γιατί σηκώθηκε απότομα και πήγε να αλλάξει το νερό, που είχε ξεχειλίσει στην αυλακιά, όση ώρα μου διηγιόταν το παράπονό του από την Παναγιά την Καρκαλού την Κουφοπλιώτισσα.

Και κάποια  κατατοπιστικά κείμενα από ερευνητές για τη φυματίωση που έπληξε για τόσα χρόνια την εκτός των άλλων και πάμπτωχη Ψωροκώσταινα.

Α. ΟΙ ΕΠΙΔΗΜΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 19
Ο
ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥΣ

ΕΠΟΠΤΡΙΑ: ΚΟΥΡΚΟΥΤΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ
ΦΟΙΤΗΤΡΙΕΣ: ΤΣΙΛΙΠΗΡΑ ΕΛΕΝΗ,ΤΣΙΜΠΡΟΥ ΕΛΕΝΗ

Ο Αντιφυματικός Αγώνας στηρίχθηκε στο τρίπτυχο: πρόληψη, έγκαιρη
διάγνωση, απομόνωση των πασχόντων.
Στα 1900, οι πρώτοι υπολογισμοί μιλούν για πενήντα χιλιάδες νεκρούς
από φθίση τα τελευταία δέκα χρόνια, τότε που ολόκληρη η ελεύθερη
Ελλάδα μαζί, δεν αριθμούσε περισσότερα από δύο εκατομμύρια ψυχές.
Η φθίση που κάποτε, κατέτρωγε σαν το σαράκι τα στεγανά
αρχοντόσπιτα, τα ντυμένα με βαριά υφάσματα και βαρύτιμους
μπερντέδες αδιαπέραστους στο φως του ηλίου, γινόταν τώρα «αρρώστια
της φτωχολογιάς». Είναι το βιομηχανικό προλεταριάτο που
συσσωρεύεται σε άθλιες ζωές μέσα και γύρω από τα εργοστάσια των
ραγδαία και άναρχα εκβιομηχανισμένων αστικών κέντρων. Το 1896,
χρονιά των πρώτων ολυμπιακών αγώνων, την ώρα που η επίσημη Αθήνα
υποδέχεται τους υψηλούς καλεσμένους της, η εξέγερση των
εξαθλιωμένων εργατών-σκλάβων του Σερπιέρη στα μεταλλεία Λαυρίου,
καταπνίγεται στο αίμα. Ο διευθυντής της εταιρείας και οι μηχανικοί
σώθηκαν μόλις την τελευταία στιγμή από την οργή του εξαγριωμένου ς
πλήθους. Οι εργάτες ζητούν αύξηση του μεροκάματου, μείωση της
καθημερινής δουλείας και αργία την Κυριακή. Σύνταξη, αποζημιώσεις
ατυχημάτων, ιατρική περίθαλψη και στέγαση ήταν τόσο άγνωστα για
τους ανθρώπους εκείνους που ούτε καν περιλαμβάνονται στα αιτήματά
τους. Η φθίση ήταν η αναπότρεπτη μοίρα τους.
Σανατόρια

Στην περιοχή Νταού της Πεντέλης στέκει ένα κλασσικό κτήριο κατασκευασμένο κυρίως από πέτρα και με μοναδική για την εποχή αρχιτεκτονική, αναπαύεται ξεχασμένο πάνω στο υδάτινο στρώμα του ρέματος Νταού που εκβάλει στη θάλασσα της Ραφήνας.
ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ, ΝΤΑΟΥ, ΠΕΝΤΕΛΗΣ
Λέγεται, ότι ήταν το πρώτο νοσοκομείο που λειτούργησε στο χώρο προπολεμικά και δέσμευσε τα 460 στρέμματα πευκοδάσους που περίκλειε το σανατόριο. Η φυματίωση, νόσος με κοινωνικές και οικονομικές προ- εκτάσεις, αποδείχθηκε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις υγειονομικές υπηρεσίες. Μία από τις πρώτες ελληνικές επιδημιολογικές μελέτες καθώς και η επίσημη στατιστική του 1922 κατέγραψαν πανελλαδικά ποσοστό θνησιμότητας της τάξης του 15,46% επί 10.000 κατοίκων.
ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ, ΝΤΑΟΥ, ΠΕΝΤΕΛΗΣ

Η απομόνωση των ασθενών είχε κοινωνικό αντίκτυπο. Η φυματίωση ήταν η λέπρα της εποχής… οι ασθενείς έπρεπε να απομονωθούν για το κοινό καλό και τον περιορισμό της νόσου. Πίστευαν επίσης ότι ο καθαρός αέρας θα ήταν καθοριστικός παράγοντας για την καλή εξέλιξη των νοσούντων. Μία ακόμα βάρβαρη θεραπευτική προσέγγιση ήταν η χειρουργική. Η λοβοτομές των πνευμόνων ήταν πολύ επίπονες και ίσως καθοριστικές όσον αφορά την κατάληξη των ασθενών.

Το κοινωνικό στίγμα για τα άρρωστα παιδιά ήταν τεράστιο, όπως τεράστια ήταν σε βαρβαρότητα και κάποιες θεραπείες που μεταξύ των φαρμακευτικών αγωγών περιλάμβαναν και ηλεκτροσόκ.

Β. Η ΣΩΤΗΡΙΑ

Μια έκθεση ικανή να μετατρέψει τον πόνο σε τέχνη, το «Σχέδιο Σωτηρία», που πραγματοποιείται αυτό τον καιρό στο μεγάλο νοσοκομείο με έργα φοιτητών αλλά και διδασκόντων στη Σχολή Καλών Τεχνών, προσκαλεί το πλατύ κοινό σ’ ένα θεραπευτικό ίδρυμα που επί δεκαετίες αποτελούσε ταμπού για τη συλλογική συνείδηση.

Το ιστορικό πρώτο κτίριο που εγκαινίασε η βασίλισσα Ολγα το 1905. Η οικοδόμησή του οφείλεται σε πρωτοβουλία της Σοφίας Σλήμαν. Ηδη έχει εγκριθεί η μελέτη αποκατάστασής του από το υπουργείο Πολιτισμού.Το ιστορικό πρώτο κτίριο που εγκαινίασε η βασίλισσα Ολγα το 1905. Η οικοδόμησή του οφείλεται σε πρωτοβουλία της Σοφίας Σλήμαν. Ηδη έχει εγκριθεί η μελέτη αποκατάστασής του από το υπουργείο Πολιτισμού.Η φυματίωση, η φθίση, το χτικιό, υπήρξε μάστιγα για το πρώτο τουλάχιστον μισό του 20ού αιώνα, η δε «Σωτηρία» ως γκέτο, παραπάνω από μία δεκαετία, αρχής γενομένης από το 1922, ήταν ο τόπος των ζωντανών νεκρών.

Σήμερα από εκείνη την εποχή έχουν απομείνει εκτός από τις φωτογραφίες, οι φιλολογικοί θρύλοι: η παρουσία στο θεραπευτήριο, επί τρία χρόνια, του Γιάννη Ρίτσου, η συνάντησή του με τη Μαρία Πολυδούρη και η τελευταία συνάντηση της ποιήτριας με τον Κώστα Καρυωτάκη, πριν αυτός αναχωρήσει για την Πρέβεζα. Εκείνη υπέφερε από φυματίωση, εκείνος από ωχρά σπειροχαίτη, δύο έντονα κοινωνικές ασθένειες της εποχής. Εχει μείνει ακόμα η «Σωτηρία» ως ο χώρος φυλάκισης των φυματικών πολιτικών κρατουμένων και για το ότι στην πίσω μάντρα της τουφεκίστηκαν πλήθος πατριωτών, μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Μπελογιάννης.

Η «Σωτηρία» έχει ωστόσο και άλλες ιστορίες να αφηγηθεί αφού, ειδικά μετά την «ανοικοδόμηση» της Καισαριανής, που εξαφανίζει κάθε ιδιαιτερότητά της, αποτελεί μία από τις τελευταίες αρχιτεκτονικές μαρτυρίες, ένα «μουσείο» επιρροών, που ξεκινά από την εποχή που στην Αθήνα έχτιζαν ακόμα νεοκλασικά, φέρει στη συνέχεια τις επιδράσεις της Κεντρικής Ευρώπης και φτάνει έως τον Μεσοπόλεμο και το καθαρό Μπαουχάους.

Ειδικά τα κτίρια που χτίστηκαν στη διάρκεια του Μεσοπόλεμου είναι όλα σε λειτουργία, φιλοξενώντας κάποιες από τις κλινικές του νοσοκομείου. Τα πληγωμένα, εκείνα που φέρουν το βάρος του χρόνου και που τώρα διαφαίνεται η σωτηρία τους, είναι τα πρώτα κτίρια που οικοδομήθηκαν, εκείνα των αρχών του προηγούμενου αιώνα, των οποίων η ιστορία συμπλέει με την κοινωνική ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Και η προσπάθεια που γίνεται τώρα, τόσο από τον διοικητή του νοσοκομείου Γιάννη Στεφάνου, όσο και από μια φωτισμένη ομάδα ανθρώπων, είναι να διασωθούν. Τα πρώτα βήματα είναι ενθαρρυντικά.

«Οστεοφυλάκιο της σύγχρονης ιστορίας μας» χαρακτηρίζει το νοσοκομείο ο Φώτης Βλαστός, πνευμονολόγος, επιμελητής στο Κέντρο Αναπνευστικής Ανεπάρκειας και διδάκτωρ της Ιστορίας της Ιατρικής. Και μας θυμίζει μια εποχή που η φυματίωση θέριζε στην Ελλάδα, με θύματά της επισήμως τουλάχιστον 5.000 ασθενείς το χρόνο σε μια χώρα, τότε, 2.000.000 κατοίκων. Αρωγός τους δεν ήρθε το ελληνικό Δημόσιο, αλλά η σύζυγος ενός από τους επιφανείς ξένους που είχαν κάνει τη χώρα δεύτερη πατρίδα τους.

Η Σοφία, χήρα του Ερρίκου Σλήμαν, όπως αναφέρεται σε άρθρο της εφημερίδας «Εμπρός», τον Απρίλιο του 1902, ηγήθηκε συλλόγου κυριών που στόχο είχε τη δημιουργία σανατορίου. Ζούσε στο Ιλίου Μέλαθρον, το οποίο αργότερα θα παρέδιδε στον φίλο της Ελευθέριο Βενιζέλο για να το χρησιμοποιήσει ως πολιτικό γραφείο του και διέθετε φήμη, κοινωνική δύναμη και πλούτο ενώ συνομιλούσε άμεσα με τους σημαίνοντες της εποχής. Ανάμεσά τους και με τον γιατρό Μενέλαο Σακοράφο με τον οποίο είχε επισκεφτεί το Πολιτικό Νοσοκομείο, νυν Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων και είχε δει με αποτροπιασμό τους τραυματίες του καταστροφικού πολέμου του 1897 να συμβιώνουν στους ίδιους θαλάμους με αρρώστους από φυματίωση.

Σε μια εποχή που η Αθήνα τέλειωνε στους Αμπελοκήπους, έπεισε την ηγεσία της Μονής Πετράκη να της παραχωρήσει έκταση 500 περίπου στρεμμάτων, στην περιοχή βόρεια από το Γουδί. Η πρόβλεψη ήταν για ένα σανατόριο και ένα χώρο περιπάτου για τους φυματικούς. Το 1903 μπήκε ο θεμέλιος λίθος σε σχέδιο του γραφείου των Αξελών και στις 6 Ιουνίου του 1905 η βασίλισσα Ολγα εγκαινίασε επισήμως το πρώτο λαϊκό «φθισιατρείο». Σ’ αυτό το πρώτο κτίριο, του οποίου εγκρίθηκε η μελέτη αποκατάστασης από το ΥΠΠΟ και στο οποίο θα στεγάζεται το «Μουσείο Ιστορίας της Ιατρικής», η Σλήμαν, τότε, είχε αναλάβει και την υποχρέωση προς τη Μονή Πετράκη να νοσηλεύεται ποσοστό καλόγηρων. Η δυναμικότητά του δεν ξεπερνούσε τις 40-45 κλίνες, για τις οποίες έγιναν χορηγοί διάφοροι επιφανείς της εποχής.

Το 1909, με το πρώτο κληροδότημα, του Κυριαζή, ανεγέρθηκε το «Κυριαζίδειο», με στόχο να μένουν σ’ αυτό εύποροι φυματικοί που μπορούσαν να πληρώνουν μόνοι τους τη νοσηλεία τους. Το 1911 η δεύτερη δωρεά ήταν του Νικολάου Αμπετ, πλούσιου αιγυπτιώτη εμπόρου. Υψώθηκε το «Αμπέτειο», το αρχιτεκτονικό κόσμημα του συγκροτήματος σε σχέδια του αρχιτέκτονα Βαλλιάνου. Τον ίδιο χρόνο η Σλήμαν διοργάνωσε μεγάλο έρανο. Οι νέες των Αθηνών προσέφεραν ένα τριαντάφυλλο και δέχονταν δωρεές. Τα χρήματα μαζί με μια δωρεά της κόρης της Ανδρομάχης Μελά επέτρεψαν να χτιστεί το «Τριανταφυλλάκι», που ανήκει πλέον στο Γενικό Κρατικό. Απορίας άξιος ο λόγος για τον οποίο ξηλώθηκε από το κτίριο το χαρακτηριστικό μαρμάρινο ανάγλυφο με το τριαντάφυλλο, που θύμιζε πως οικοδομήθηκε. Το 1917, ένα ακόμα κτίριο οικοδομήθηκε, το «Στρατιωτικό» σε καλή κατάσταση σήμερα. Τα χρήματα γι’ αυτό προσφέρθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Είχαν συγκεντρωθεί από έναν έρανο στην Αμερική για τις ανάγκες των βαλκανικών πολέμων. Την ίδια χρονιά χτίστηκε και το «Σπηλιοπούλειο» από δωρεά του Σπηλιόπουλου, στο οποίο αυτή τη στιγμή στεγάζεται η έκθεση «Σχέδιο Σωτηρία».

Το 1919 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και αυτοεξορίστηκε. Η Σλήμαν, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, άρχισε να φοβάται ότι θα βρισκόταν υπόλογη προς τους νέους κρατούντες, αφού οι κοινωνικές της δραστηριότητες ενδεχομένως τους είχαν ενοχλήσει. Αποφάσισε έτσι να εγκαταλείψει τη «Σωτηρία» παραδίνοντάς την στο κράτος, το οποίο όμως δεν διέθετε υπουργείο Υγείας αλλά απλώς ένα γραφείο, το Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως στο υπουργείο Εσωτερικών.

Το 1922, εκατοντάδες χιλιάδες μικρασιάτες πρόσφυγες κατέκλυσαν την Ελλάδα. Πάνω από 3.000 από αυτούς, φυματικοί ή όχι, δημιούργησαν το γκέτο-κόλαση της «Σωτηρίας». Σκάβουν λαγούμια και στήνουν παράγκες, ενώ ο υπόκοσμος θριαμβεύει. Τα ναρκωτικά, η πορνεία, η λαθραία εξαγωγή των μερίδων φαγητού, έναντι αμοιβής προς την Αθήνα, είναι συνήθης τακτική. Τα πορνεία είναι οργανωμένα ή αυτοσχέδια, υπάρχουν όμως και ιέρειες του έρωτα που με μια αιώρα εξυπηρετούν τους πελάτες τους ανάμεσα στα δέντρα.

Φυτώριο αριστερών ιδεών

Τα πράγματα αλλάζουν μετά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Ο Μεταξάς είχε κάθε λόγο να βάλει χέρι στη «Σωτηρία», διότι εκτός των άλλων ήταν και φυτώριο των αριστερών ιδεών, που τρέφονταν από τη φτώχεια. Την κάθαρση του θεραπευτηρίου ανέλαβε, έχοντας πλήρεις εξουσίες, ένας κερκυραίος γιατρός, ο Μάνθος Μεταληνός. Μέσα σε δυο χρόνια άρχισε να λειτουργεί ως σύγχρονο νοσοκομείο. Ταυτόχρονα δομήθηκαν τα υπάρχοντα κτίρια. Ετσι η «Σωτηρία» απέκτησε τη δυνατότητα πραγματικής νοσηλείας 2.000 ασθενών.

Τώρα πια τα νέα κτίρια στέκουν αταίριαστα πλάι στα παλιά. «Τα νέα κτίρια, αυτά που ανοικοδομήθηκαν μετά τον Μεσοπόλεμο», λέει ο Φ. Βλαστός, «έχουν την αισθητική της ογκώδους κατασκευής που υπάρχει για να στεγάζει διάφορες δράσεις. Στην παλιά «Σωτηρία» αντιθέτως, τα κτίρια κτίστηκαν με τη λογική μιας κεντροευρωπαϊκής έπαυλης, η οποία όμως δεν είχε σανατοριακό χαρακτήρα. Το μόνο με παρόμοιο χαρακτήρα είναι το «Στρατιωτικό», διότι διαθέτει μεγάλες βεράντες για την αεροθεραπεία των ασθενών. Η μνημειακή δομή όμως των άλλων κτιρίων έδινε την αίσθηση στον ασθενή ή στον επισκέπτη ότι κάτι σημαντικό επρόκειτο να του συμβεί. Τα πρωταρχικά κτίρια μετά την αποκατάστασή τους», συνεχίζει, «πέραν των εκθέσεων ή άλλων εκδηλώσεων, θα μπορούσαν επίσης να φιλοξενήσουν π.χ. τους συγγενείς των ασθενών οι οποίοι σήμερα κοιμούνται σε καρέκλες.