“ΑΝΤΡΑ ΜΟΥ, ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΟΥ ΘΑ ΤΟΝ ΡΑΝΤΙΣΩ ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ ΣΟΥ” !

-Ποτέ, κανείς δεν έμαθε πώς και πού τον έπιασε . Πώς τα κατάφερε να τον πάει κοντά  στο λόγγο .  Και με τί τον σκότωσε.  Το πτώμα του φονιά,  δε βρέθηκε ποτέ.

-΄Ο,τι έγινε, έμεινε  μόνο  σαν θρύλος, σαν ιστορία φοβιστική στα χωριά μας.  Και οι περισσότεροι ήθελαν να την ξεχάσουν.  Αν ήταν δυνατό και τα παιδιά τους , να μην τη μάθουν, να μην την ακούσουνε ποτέ,   να μην,  και τούτα με τη σειρά τους , την περάσουν στα δικά τους παιδιά και τα εγγόνια.  Μη μαθευτεί στον αιώνα τον άπαντα τούτο το πρωτάκουστο και φοβερό  που ο δικός μου παππούλης το είδε  και μας το μολόγησε    με τα ίδια του τα μάτια.

΄Ετσι πάντα ξεκινούσε τις ιστορίες του ο  δικός μου παππούς.  Παππούλη τον λέγαμε στα μέρη μας.   Ο  Μπάρμα Νικολάκης ο Μάλλιος, όπως τον ξέρανε   όλοι.  Δυνατές ιστορίες, που ποτέ    δεν ήταν  μύθος. Μπορεί με λόγο φορτισμένο και στολισμένο  να τις διηγούταν, αλλά ψεύτικες και  φανταστικές δε το καταδεχόταν.

-Οι Κοκκινοσκουφίτσες είναι για  να τις λένε οι γιαγιές,  έκοβε την κουβέντα, αν μετά από τη διήγηση,τολμούσες σοκαρισμένος  ή στην τρομάρα σου  μέσα ,  να τον ρωτήσεις  “μα, έγινε τέτοιο πράμα;  Και  έτσι , όπως τα λες;”

Είχε βγάλει το Σχολαρχείο ο Νικολάκης,   .  Μεγάλο σχολειό, πανεπιστήμιο για την εποχή εκείνη.

-Μαθαίναμε καλά γράμματα, υπερηφανευόταν. ΄Οχι σαν εσάς σήμερα,  πασαλείμματα,  φρου φρου κι αρώματα. ΄Ενα φεγγάρι  έκανα και το δάσκαλο. Δεν έμεινα, γιατί δεν τις προλάβαινα όλες  τις δουλειές.   Τότε ανοίγανε και Σάββατα τα σχολεία.  Ο πατέρας μου είχε τη μέση του, πάθαινε κάθε τρις και μία λουμπάγκο,  θάνατος για τον αγρότη. Πολλά χωράφια, λιοτρίβι στη Νίβιτσα, μύλος στο Φανάρι,  ζώα, ,δουλειές πολλές και σκληρές, σε ήθελαν από την αυγή  ως το σούρουπο.  Δεν τα κατάφερνε πια μονάχος του.  Κι ας είχαμε χέρια πολλά στη δούλεψη,  εργάτες, τσοπαναραίους και ψυχοπαίδια.

-Ηταν  και λίγα τα λεφτά του δάσκαλου και τότε.  Δε φτάναν πουθενά να θρέψεις οικογένεια. ΄Ετσι πήρα την απόφαση να γίνω κι εγώ αγρότης. Κι άφησα το δασκαλίκι  στη μέση.  Μετάνιωσα χρόνια μετά, αλλά ήταν πια αργά.

Σεβόταν το λόγο, που ξεστόμιζε, ο Μπάρμπα Νικολάκης.

– Ο  λόγος, συνήθιζε να λέει , είναι αυτό που  είσαι. Η κανονική και αληθινή σου ταυτότητα . Κανένα πιστοποιητικό δεν είναι πιο γνήσιο και καθαρό για να μάθει ο άλλος , ποιος είσαι και τί θεό λατρεύεις.  Σέβας στο λόγο, σημαίνει πρώτα στην αλήθεια και  όσα πρεσβεύεις και τιμάς.

Είναι αυτές οι κουβέντες του  που από παδί με έκαναν να ρουφάω τα λόγια του σαν θέσφατα, ως εντολές και αλήθειες.  Ακόμα και όταν στα εφηβικά και τα φοιτητικά μου χρόνια, τον αμφισβήτησα μια περίοδο,  για να καταλάβω μετά πως εκείνος  είχε τα δίκια με το μέρος του.

Σε δυο ζητήματα σφαζόμαστε. Για το θεό. Εγώ  ήμουν απολύτως σίγουρος πως δεν υπάρχει (!) Εκείνος αγνωστικιστής.   Και για τα πολιτικά, μετά.  Εγώ αριστερός τότε . Εκείνος, με μια μονοκοντυλιά  τα διέγραφε όλα.

-Αν είναι έτσι ο κομμουνισμός του Στάλιν,  εγώ δεν είμαι μαζί σου,  οργιζόταν.  Κι αν αυτός είναι ο καπιταλισμός του Μακάρθυ  ,τότε εγώ δεν είμαι με κανέναν, μου πέταγε κάθε φορά που αρχίζαμε τη (δια)μάχη.

Και ήταν ανυποχώρητος.

-Δεν έγινα 90,  μου  έκανε επίθεση  φουρκισμένος   ,για να μου  ανατρέψεις εσύ τις δέκα αλήθειες που  κόπιασα μια ζωή  να τις κάνω  δικές μου .  Σου το απαγορεύω να με διδάσκεις.  Να τις αμφισβητείς και να μην τις σέβεσαι.

Αυτός ήταν ο παππούλης μου ,ο  Νικολάκης . Και τέλος. ΄Η τον έκανες Σαμάνο σου ή τον απέρριπτες και πήγαινες σε δασκάλους που σε βολεύανε,  να ακούσεις,  εκείνα   που ήθελες .

Να μην το διακόψω, άλλο, λοιπόν στην ιστορία μας, όπως μου τη διηγήθηκε  μια από εκείνες  τις φορές, που    απλά κουβεντιάζαμε.  Αλλά εγώ ήξερα  πως δίδασκε.  Κι εκείνος το ήξερε. Γι΄αυτό και  φύλαγα, ως κόρη οφθαλμού  τις παραδόσεις των μαθημάτων του.

-Που λες, ήταν παιδί ο παππούλης, μου.  Στα χωριά τα παιδιά δεν είναι όπως τώρα. Δεν τα φυλάγανε , τάχα να τα  προστατέψουνε από τη σκληρές και πένθιμες εικόνες   της ζωής. Πήγαιναν  πρώτα και καλύτερα  στις κηδείες. Κουβαλούσαν  το σταυρό και τα εξαπτέρυγα, βοηθούσαν τον παππά στην τελετή , αντικρίζανε  το νεκρό κατάματα,  άφοβα και με επίγνωση  πως έτσι  είναι η ζωή. Γεννιέσαι, κάνεις ένα κύκλο και φεύγεις μόνος,  όπως ήρθες.

-Το  Κουφόπουλο το είπαν έτσι γιατί  ήταν “κουφό”  μέρος. Κρυμμένο.  Ούτε σε έβλεπε ούτε σε άκουγε κανείς.΄Ενα χωριό, πνιγμένο στη βλάστηση. Καστανιές θεόρατες,  καρυδιές αιωνόβιες, λόγγοι που  αχτίνα ήλιου δεν πέρναγε  μέσα.΄Αγρια  φύση , ζούγκλα, νερά πολλά ,ποτάμια που κατέβαιναν οργισμένα τους χειμώνες    στο Κεφαλόβρυσο, τα Ποτσέικα και στους πρόποδες  της Ρουνίτσας.

-Κανα δυο χιλιόμετρα  από τη Μεσαιωνική Ανδρίτσαινα μακριά,  αλλά άλλος κόσμος σε μας πάνω στο χωριό. Φυγάδες, διωκόμενοι παντός είδους,  για να γλιτώσουν από το Νόμο και τις βεντέτες  οι πρώτοι  κάτοικοι.

– Οι Ανδριτσάνοι, δε μας χώνευαν, γιατί κρατούσαμε  το εμπόριο στα χέρια μας. Στα   30 μαγαζιά  κάθε είδους, τα 20 ήταν δικά μας.

-Μας λέγανε Μανιαούρια, γιατί οι περισσότεροι στο χωριό ήταν οικογένειες από τη Μάνη  .Πολλοί τσοπάνηδες από την ΄Ηπειρο, ροβόλαγαν σιγά- σιγά ,Νότια με τα κοπάδια τους και  κατέληγαν σε τούτα τα λιβάδια ,τα νερά, τα  ήπια  κλίματα.   Κι ακόμα, άλλοι , διωγμένοι  Ιταλοί από Ζάκυνθο αλλά και  από τα νησιά του Αιγαίου. ΄Ενα μωσαϊκό φυλών και ράτσας.

-Επώνυμα και ονόματα  είναι να ξέρεις,  η ταυτότητα του καθενός,   της καταγωγής ή της δουλειάς ,του προγόνου του.  Κοίτα το δικό μας χωριό. 10 και πάνω οικογένειες Καπλαναίοι  (Καπλάν) από Ήπειρο, Αλβανία. ΄Αλλες τόσες Μπερμπίλη, κι  αυτές από τα μέρη του Μενούση και  του  Ρεσούλ Αγά, που λέει και το τραγούδι.  Κι ακόμα  Πασχαλιναίοι, Καρβούνηδες ,Μπασκόζοι,  Μπαρούνηδες και Βερβελέδες,  οικογένειες Ιταλών, διωκόμενοι τα χρόνια εκείνα,  βρήκαν στο δικό μας τόπο , καταφύγιο, κάλυψη  και απαντοχή

 

 

 

-Που λες, την   Ασήμω,  τη  γυναίκα του  Στασινού,  τη δίκασαν στ΄ Ανάπλι, χρόνους 10.  ΄Οπως το   λέει  το τραγούδι.   Να  θυμάσαι.  Τα παραδοσιακά μας  τραγούδια έχουν πάντα τη ρίζα στο νερό της αλήθειας.  Μόνο που σαν λογοτέχνημα,   ο ποιητής το  στολίζει με  μπιχλιμπίδια   και το χρωματίζει με καλοθώρητα  σχήματα και   ζωντανές μπογιές.

-Αν και δε βρέθηκε ποτέ το πτώμα.  Ούτε ο τσοπάνης μαρτύρησε ποτέ πως στου Φίλιππα τ΄αλώνι στο γρέκι του κοντά,  βρήκε τ΄αποκαϊδια, που μύριζαν τσίκνα  και στην κοτρόνα από κάτω,  κρυμμένη ατόφια την καρδιά με το αίμα της !   Κανείς ποτέ δεν είδε την Ασήμω  να έχει βάλει κάτω τον Παναγιώταρο στο ξέφωτο του λόγγου (πώς άλλωστε, δυο  μέτρα άντρας τούτος!) και να τον   σφάζει σαν αρνί . Όμως,   την καταδίκασε τελικά  το Κακουργιοδικείο  στ΄ Ανάπλι   και έμεινε από τα 10,  τα 8 χρόνια μέσα,  στη φυλακή   του κάστρου   του Παλαμηδιού.

-Κι ΄Ολα αυτά  τα χρόνια δε λείψανε ώρα  οι δικοί της στα επισκεπτήρια. Ποτέ.  Γονιοί, πεθερικά και τα τρία παιδιά ,οι δυο τσούπες, το ένα  καλύτερο από τ΄άλλο. Μάνα λέγανε και από το στόμα τους έσταζε  αγιασμό.ς  Τέτοια  αγάπη, υπόληψη και σέβας.

-Παιδί  και  πατέρα έχασε η φαμελιά. Δεν ήταν λίγο. Λεβέντης, εκεί στα 30 του , περπάταγε στο παζάρι της Ανδρίτσαινας    και έτριζε το  χώμα κάτω από  τα   τσαρούχια του.  Με  300 δίπλες φουστανέλα , σκουφάκι μεταξένιο, κατακόκκινο,  σελάχι από ακριβό δέρμα φτιαγμένο στη Ζάκυνθο σε ιταλιάνικο εργαστήρι.

-Είχαν να λένε για κείνο και τον πατέρα του.  Κράταγε μαγαζί  ΤΑ  ΕΔΩΔΙΜΑ  στην τρανή Βρύση στο σταθμό της  χωροφυλακής από κάτω.  Προκομένο παιδί και φαμελιάρης. ΄Ησυχος και πράος από τη φύση του.

-Τα ίδια και ο πατέρας του.  Πολέμησε τούτος, Νικήτας Βερβελές  με το όνομα, πρωτοπαλίκαρο του Χριστόπουλου. Τον πήρε μετά κοντά ο Κολοκοτρώνης. Από την αρχή  στους  πολέμους του ξεσηκωμού , ως το τέλος.

-Στη μάχη του Χαλήλαγα, στο Αι Θανάση της Καρύταινας, έγινε μεγάλο κακό.  Πήγαιναν  οι Τούρκοι του Φαναρίου και κάποιοι από του Λάλα, να κλειστούν στο κάστρο  της Τρίπολης,  να γλιτώσουν.

-Εκεί στο ποτάμι στο πέρασμα που κατέβηκε το πλήθος ,πεζό  και καβαλάρηδες,     τους είχαν στήσει ενέδρα οι δικοί μας.  Κολοκοτρώνης , Πλαπούτας.  Μαυρομιχαλαίοι και Χριστόπουλοι.   Μανιάτες και Ανδριτσάνοι  τα παλικάρια τους.

-Μάχη σκληρή, σφαγή μεγάλη. Ο Νικήτας, άντρακλας,  θηρίο μοναχό.  Λέγανε, έπεσε στο ποτάμι,  δίπλα, στα γυναικόπαιδα  και έβαλε το στήθος του ασπίδα.  Σάστισε ο Κολοκοτρώνης.

-Τι κάνεις ,ωρέ Νικήτα , τον αποπήρε.

– Θοδωράκη ,  δε σφάζουμε εμείς παιδιά και γυναίκες.  Μάζεψε τα γιαταγάνια  σου να φύγουν τα γυναικόπαιδα.  Σφάξαμε όσους ήταν να τους πάρουμε  το κεφάλι.΄Όχι σφαγή σε παιδιά γυναίκες και γερόντους.  Δεν ειναι παλικαριά ετούτη. Ούτε δίκιο και σωστό. Θα μας δικάσει,  θα μας αποειδεί  ο θεός.

-Δεν τους μάζευαν πια  ούτε και οι ίδιοι οι Καπεταναίοι τους.  Δεν είχαν έλεος. Σφάξανε ολόκληρο πληθυσμό. Είναι από τις μαύρες σελίδες του αγώνα, να ξέρεις. Μαζί με την άλλη  τη σφαγή στην Τριπολιτσά. Δεν τα λένε και δεν τα γράφουνε αυτά στα σχολικά, αλλά είναι η αλήθεια. Τα  άκουσα  πάππου προς πάππου, απο ανθρώπους μάρτυρες  και πρωταγωνιστές.

-Τον έσφαξε τον Στασινό  στο μαγαζί του μέσα ο χωροφύλακας ο Παναγιώταρος.  Ούτε το επώνυμό του δε διασώθηκε.  Τέτοιο μίσος και αποστροφή του είχε ο κόσμος στα δικά μας χωριά.

-Τάχα, πήγε να τον πάρει  για ανάκριση  για τα επεισόδια  που γίνανε στην Αγουλινίτσα. Κουβάλαγαν τότε  οι αγωγιάτες από τη λιμνοθάλασσα χέλια και αλάτι από τον Πύργο στην Ανδρίτσαινα.

-Κάποια  εποχή σφάχτηκαν οι ψαράδες  με τους αγωγιάτες από τα πάνω χωριά  και διατάχτηκε έρευνα.  ΄Εφτασαν οι υποψίες πως οι δράστες ήταν από την Ανδρίτσαινα. Πήγε στο μαγαζί ο Παναγιώταρος , να τον πάρει  τάχα  στο σταθμό της χωροφυλακής  για ανάκριση. Μην ήταν και δικοί του άνθρωποι στις συμπλοκές.

-Είπε μετά πως αρνήθηκε να τον ακολουθήσει πως ήρθαν στα χέρια, έβγαλε τούτος την  πιστόλα και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ.

-Η αλήθεια ήταν άλλη, βέβαια.  Το Κουφόπουλο με τα Μανιαούρια, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια , μπήκε  στο μάτι των αρχών  .Ακόμα και επί  Όθωνα.   Ο Τασιός ο Πασχαλίνος  από το Κουφόπουλο,  ο υποπρόξενος  της Αγγλίας, είχε σχεδιάσει με εντολή των Εγγλέζων  τη δολοφονία. Και τον εκτέλεσαν οι Μαυρομιχαλαίοι στ΄ Ανάπλι. ΄Εκτοτε, όλο το χωριό τέθηκε σε διωγμό. Ακόμα και χρόνια μετά τη δολοφονία.

-Η Ασήμω  δεν πίστεψε ποτέ την εκδοχή αυτή της  δολοφονίας του άντρα της. Εκείνη ήξερε καλύτερα.  Του είχε γίνει εμμονή του  Παναγιώταρου  η εμορφιά της .  Κι ας ήξερε πως ήταν παντρεμένη  με τρία παιδιά.

-Την κυνηγούσε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε.  Κι ανέβαινε και στο χωριό  ως χωροφύλακας, τάχα να επιβλέπει την τάξη. Κι ας ήταν  ήσυχοι αγρότες και τσοπαναραίοι οι περισσότεροι.

-Ένα μεσημέρι, θέρος, πήγαινε τούτη στην παραβόλα να πάρει νερό που αλώνιζαν.  Τον βρήκε εκεί να την περιμένει. Της ζήτησε νερό με τη βίκα (στάμνα)  που κουβάλαγε.  Του είπε όχι,αυστηρά, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πλησίασε τάχα να πιει νερό με τη χούφτα του  και την ίδια στιγμή της έπιασε το χέρι!

-Τράβηξε τούτη αστραπή από το μεσοφόρι μέσα  τη φαλτσέτα -κάνε πέρα ρε, Κογιόνη,  μην  στη χώσω στο μάτι, τον απείλησε. Τα έχασε δαύτος.  Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Κατέβασε το κεφάλι και τράβηξε τον ανήφορο.

-Δεν είχε πει  τίποτα στον άντρα  της. Ακριβώς, για να μη γίνει κακό.  Και όταν ο Παναγιώταρος  τον σκότωσε ,πήρε η Ασήμω  όρκο πάνω στο πτώμα του  παλικαριού ,  ζεστό ακόμα.

–  ΑΝΤΡΑ ΜΟΥ, ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΟΥ ΘΑ ΤΟΝ ΡΑΝΤΙΣΩ ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ ΣΟΥ” !   Πολλοί τ ακούσανε στο μοιρολόγι της μέσα.  Η πεθερά της μόνο  που την ήξερε απ΄όλες τις μεριές,  το έδεσε κόμπο, πως η νύφη θα το κάνει  πράξη τον όρκο.  Και το περίμενε.

-Την ημέρα της κηδείας , η Ασήμω έφυγε από το σπίτι. Κανείς δεν την πήρε είδηση,  για πότε εξαφανίστηκε   και πού πήγε. Περίμεναν στο αρχοντικό  να σηκώσουν το  ξόδι , να πάνε στην εκκλησιά, να κάνουν την κηδεία,  πουθενά εκείνη. Κόντευε να βραδιάσει.  Ο Παπάς  αγανάκτησε, Δεν έπρεπε  να μείνει άλλο  άταφος ο νεκρός.

-Λέγανε  ο κόσμος πως πήγε και έπεσε στο Σταμνάκι, να πνιγεί από τον πόνο της.΄Η φουρκίστηκε με θηλιά στον Κόκκινο Σπήλιο. Και έτσι  η φαμιλιά αποφάσισε να γίνει η κηδεία χωρίς εκείνη.

-Τελείωνε την τελετή ταφής στη Αγια Σωτήρα στον ανοιχτό τάφο από πάνω  ο παπάς και  ετοιμαζόταν να πει το «αιωνία οι μνήμη» για  να  κατεβάσουν την κάσα με το νεκρό  στο τάφο, όταν πίσω στον κόσμο,  έγινε μεγάλο σούσουρο.

-Η Ασήμω,  αναμαλλιασμένη, με ρούχα ξεσκιμένα ,  αλλόφρων και σε άλλους κόσμους πηγαιμένη, έσκισε  το πλήθος , πήγε πάνω από το νεκρό, γονάτισε, τον φίλησε στις ξανθιές  μπούκλες  και στα μάγουλα σταυρωτά,  σηκώθηκε μετά μεγαλόπρεπα κι αγέρωχα, έβγαλε κάτω από τη φαρδιά  φουστάνα  μια τέσα (δοχείο) , σήκωσε μια χούφτα χώμα, το πέταξε στον τάφο και πήρε να  ραντίζε την ίδια στιγμή τον πάτο του τάφου με το αίμα του φονιά, που είχε μαζέψει στο χάλκωμα!

-Κανείς  δεν έμαθε  πού  βρήκε τον Παναγιώταρο,  πώς κατάφερε να τον κάνει καλά τέτοιο θηρίο και να του πάρει  το αίμα στα ρακόγυαλα! Το έκανε ,όμως. ΄Ολη η Ανδρίτσαινα και τα χωριά το μολογάγανε. Για την αντρογυναίκα την  Ασήμω, πανώρια  ομορφιά και χάρη, που πήρε το αίμα του φονιά του άντρα της και το έχυσε στο μνήμα του. Τέτοια γυναίκα, λέμε. Λιοντάρι μοναχό.

-΄Ενας κατάδικος στ΄ Ανάπλι από  τα πάνω χωριά ,έλεγε μετά που βγήκε πως  όλοι οι κρατούμενοι και δεσμοφύλακες , τη σέβονταν και τη λογάριζαν σαν ίσια   την Ασήμω στο Παλαμήδι, όσο ήταν φυλακή.Κι ας ήταν  πεντάμορφη και τη λιμπιζόταν όλο το Παλαμήδι.

-Και εκείνο το Πάσχα, μολόγαγε ο αποφυλακισμένος, που όλοι ,κρατούμενοι και φύλακες  χόρευαν και τραγουδάγανε  στο  φρούριο, πήρε η Ασήμω το καριοφίλι,  από τα χέρια  του Αρχιφύλακα,  έριξε δυο μπαταριές στον αέρα, γύρισε μετά  στους άλλους, που έμειναν με το στόμα ανοιχτό από τη σκηνή

-Για το λεβέντη μου το Στασινό, αδέρφια, έκραξε.   Και του χρόνου λεύτερη, να πάω στον τάφο του να  τόνε κλάψω, όπως του άξιζε.

-Τούτο ,μου έμεινε  περισσότερο,  εμένα παιδί μου, απ΄΄ όλη αυτή την ιστορία,  απόσωσε τη διήγηση ο Νικολάκης .

-Και  δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ,   έκοψε απότομα και τούτη την ιστορία του ,όπως έκανε πάντα. Και έπεσε στη βαριά σιωπή του.