“ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ… ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΝΙΩ”

 

Την Κρινιώ την είχα αγαπήσει με έρωτα σφοδρό  στην Πέμπτη Δημοτικού. Θυμάμαι μάλιστα  πώς και γιατί.

 Καθόταν  στο μπροστινό από μένα θρανίο με την Ανθούλα την αδερφή της . “Κρινιώ κι Ανθούλα τα λουλούδια  του σχολιού μπαίνουν  στο ίδιο βάζο ”  έλεγε η Ευγενία η δασκάλα μας.  Και τα  έβαζε  τα δίδυμα του Βερβελέ , όλες τις χρονιές να  κάθονται μαζί στο ίδιο το θρανίο.  Ως  τις  Χριστουγεννιάτικες διακοπές   εκείνης της χρονιάς , που  φύγανε πια   για Αμερική και δεν τις ξανάδαμε.   Τις  είχε  πάρει  ” πέρα” ο θείος τους,αδερφός της μάνας τους, χρόνια φευγάτος από το χωριό.

Και σκάγανε  τα άλλα παιδιά   στα γέλια, που  ακούγανε  πως    ήταν οι συμμαθήτριές μας  …  μοσχολούλουδα,   γιατί και οι δυο είχανε τα μαύρα τους τα χάλια.    Κοκαλιάρες και  ασχημόπαπα.   Η  Κρινιώ ,  μάλιστα,   με κάτι τεράστιες  φακίδες  ζωγραφισμένες σε όλο της  το πρόσωπο. Μάγισσες και  αρούκατες   (ατσούμπαλες) τις βρίζανε τα άλλα  παλιόπαιδα.   Ακάλτσωτες, με τρύπιες γαλότσες,  χειμώνα καιρό και   οι μπλε, σχολικές ποδιές τους βρώμικες,  από  φτηνό ύφασμα τσίτι, τους τα αγόραζε και τις έραβε η  Μαντίνη  “για το συχώριο της  ψυχή της μάνας μου” ,έλεγε η μοδίστρα.

Αλλά, ήταν  οι καλύτερες μαθήτριες τα δίδυμα στην τάξη.  Η  Ανθούλα  στην Αριθμητική. Η Κρινιώ και  στην ανάγνωση και την  αριθμητική  πρώτη. Μας έβαζε όλη την τάξη κάτω και με διαφορά.

“Πανέξυπνα τα άτιμα τα θηλυκά”, τα ζήλευε ο Μπαρούνης  ο χασάπης  που είχε και  τα δυο παχύσαρκα τ΄  αγόρια του   στούρνους στο σχολιό.  Και μας τα έφερνε τα κορίτσια  για παράδειγμα,  όταν   πλάκωνε  τους γιους  μπροστά μας  στο ξύλο,  για να τα μαζέψει από τα παιχνίδια στο  σπίτι να διαβάσουν.

Πάμπτωχη οικογένεια του “Περεκλή του Βερβελέ”.  Πιο φτωχή κι από τους φτωχούς σε όλη την Ανδρίτσαινα  και το Κουφόπουλο.  Αλλά ,δεν ήταν έτσι   πάντα .   Ο πατέρας τους τα τελευταία χρόνια  αρρώστησε από υδροπεκίαση , το λέγανε,  πέταξε με μια κοιλιά  σαν εννιά μηνών έγκυος.  Δεν μπορούσε να  βγει και να δουλέψει.  Ούτε   κυκλοφορούσε πια από καιρό έξω . “Ντρέπεται ,  ο καψερός, κοτζάμ άντρακλας   και Αγ. Γιώργης καβάλα  στ΄άλογο,    παιδί μου,  σ’ όμορφιά,  πριν την αρρώστια” , έλεγε η  γιαγιά μου για τον  πατέρα τους.

Αλλά  και  η Αλισάφη (Ελισσάβετ) η μάνα τους, άλλο τούτο πρωτάκουστο,    άρρωστη και τούτη, από “σκλήρυνση κατά πλάκας”. Ακούγαμε ,αλλά δεν ξέραμε τί είναι.  Αρρώστια  βαριά θα ήτανε, πάντως   γιατί ούτε η μάνα στα στερνά έβγαινε  έξω.  Είχαμε μήνες να τους δούμε σε εκκλησιά, σε μαγαζί ή βόλτα.  Στο σχολιό ποτέ.

Ζούσαν από κάτι  φευτοδόλαρα  που έστελνε στη χάση και τη φέξει ο Αμερικάνος  ,αλλά πιότερο  από τις ελεημοσύνες  του κόσμου. Λίγο πολύ,  όλοι κάτι είχανε να τους δώσουνε.  “Με τη σειρά”,  έλεγε ο  Τσιγουρής ο  πρόεδρος.   “Εκ …παρατροπής (περιτροπής)   θα τους παγαίνετε κανα φασόλι,  τίποτα χυλοπίτες και τραχανά ,  δε θα αφήκουμε τη φαμελιά να πεθάνει της πείνας”.  Κι έτσι γινόταν.΄Ο,τι είχε ο καθένας πρόσφερε.

Τα βιβλία τότε,  τα αγοράζαμε όλα με δικά μας λεφτά .  Σεπτέμβρη  που ανοίγανε τα σχολιά  πηγαίναμε τα παιδιά στου Κωστόγιαννη το βιβλιοπωλείο και  μαζί με την καινούρια τσάντα, παίρναμε όλα τα βιβλία της χρονιάς. Τα δίδυμα πού να βρούνε τα λεφτά να πάρουνε βιβλία.  “Τουλάχιστον το αναγνωστικό”, τους έλεγε η δασκάλα,  δε λέτε να σας πάρει ένα η μάνα σας να το έχετε και οι δυο;”

Μέχρι Οκτώβρη ,που και τα βιβλία τα αγοράσανε με έρανο στην κοινότητα, δεν είχε η μαύρη η Αλισάφη  μάνα τους καταξιωθεί να  βρει λεφτά να τους τα πάρει. Και η  κυρία Ευγενία,   όταν είχαμε “ανάγνωση”, έστελνε την Ανθή στο μπροστινό θρανίο  και   την Κρινιώ  στο  πίσω  το δικό μας, που το  μοιραζόμαστε με τον Πολυχρόνη,  να βλέπουν  από τα δικά μας αναγνωστικά.

Εκείνη την πρώτη μέρα στην Πέμπτη τάξη  που πρωτοήρθε το θρανίο  μου, την αγάπησα την Κρινιώ!   Είχαμε στριμωχτεί  και οι τρεις μας, αδύνατο σε όποια στάση κι αν είμαστε ,  να μην ακουμπήσει ο ένας τον άλλο.   Αιστάνθηκα το πόδι της στο δικό μου πάνω και ήταν σαν ρεύμα ηλεκτρικό να διαπέρασε  το κορμί μου. Πώς να συνέλθω ,να βρω ανάκαρο  να απαντήσω στη δασκάλα που με ρώταγε να πω την περίληψη από το μάθημα,  που  μόλις είχε διαβάσει, χωρίς να κομπιάσει ή να κάνει  ούτε ένα λάθος  η Κρινιώ από το αναγνωστικό μου ;  ΄Ημουν σε χαύνη, σε γλυκιά παραίσθηση, σαν, όταν βλέπεις σε όνειρο να σου… καθαρίζουν το αυγό κα να σε ταϊζουνε στο στόμα.

΄Εκτοτε κι από τη μέρα εκείνη, ακόμα και χρόνια μετά που έφυγε  για Αμερική, τη λαχταρούσα, την έβλεπα στον ύπνο μου σε όνειρα αφράτα να καθόμαστε μόνιμα οι δυο μας  στο ίδιο θρανίο , ακόμα και Σαββατοκύριακα που ήταν το  σχολιό κλειστό. Και τα πόδια μας να ακουμπάνε και να μη τα τραβάμε, όχι γιατί είμαστε στρυμωγμένα, αλλά γιατί  έτσι θέλαμε, έτσι μας άρεσε. Και ας έλεγε  ο παπα -Κοτρέτσος    στο Κατηχητικό πως είναι μεγάλη  αμαρτία…”παιδί και κορίτσι  να αγγίζονται  στα κορμιά τους” .Βέβαια,  ,άλλο άγγιγμα ή ένα  φιλί, ας πούμε, δε θυμάμαι ,να  είδα ποτέ στον ύπνο πως είχαμε με την Κρινιώ. Παιδιά ήμαστε, πού πια  παρακάτω να πας από ένα  ελαφρύ  σμίξιμο των ποδιών, μια ματιά,  ένα μελένιο  λόγο ;Ούτε στο πιο τρελό όνειρο.

Από τέλη Οκτώβρη που τους αγοράσανε τα  αναγνωστικά ,δεν ξανάρθε η Κρινιώ στο θρανίο μου. Μόνο που γύριζε πίσω ώρες-ώρες και με κοίταζε, έτσι χωρίς λόγο και  χαμένα,  για ώρα, σαν να είχε ξεχάσει πως έπρεπε να ντρέπεται να κοιτάζει επίμονα και τόση ώρα ένα αγόρι. Μετά,  σαν να θύμωνε, γιατί  εγώ ντρεπόμουν  και δεν άντεχα να την κοιτάω  , σήκωνε φουρκισμένη  το κοκαλιάρικο χέρι  να ζητήσει άδεια από την Κυρία  να  βγει για λίγο έξω και να ξανάμπαινε ξερακιανή μεν,  αλλά ωραία   στα δικά μου μάτια . Αλλά δε με κοίταζε πια ούτε μια φορά, μέχρι να σχολάσουμε.

Εκείνα τα Χριστούγεννα  της Πέμπτης  τάξης, ήταν  τα αξέχαστα της ζωής μου.  Και τα τελευταία  μας   με την Κρινιώ.  Αλλά,  να τα πάρω με τη σειρά.

Πρώτα, παραμονή    με τα άλλα αγόρια , “είπαμε” τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια.  Στις Κρινιώς και της Ανθούλας, που τους παρακάλαγα  να πάμε,  δε θέλανε ο άλλοι  να τα “πούμε”  .  “Τί,  να μας δώκουνε  συκομαϊδες;” γελάγανε τα τέρατα σε βάρος μου.   Κι ας ξέρανε πως αγαπούσα την Κρινιώ.  Και πως σε λίγες ημέρες θα φεύγανε  .΄Ακαρδα , σκληρά παιδιά !    Με βαριά καρδιά που δεν την είχα δει 3 ολόκληρε ημέρες ,  προσπεράσαμε το σπίτι του Βερβελέ και δεν τα “είπαμε” εκεί.

Πήγαν, όμως,  ανέλπιστα καλά  οι εισπράξεις  εκείνη την παραμονή  στα κάλαντα.  Καλό το μερτικό, αλλά  και  επί πλέον ένα ολόκληρο 100άρικο δώρο από το παππού  το Νικολάκη, που είχα και το όνομά του και με αγαπούσε ιδιαίτερα.

Και  μόλις  τα μέτρησα και καταχάρηκα για το κομπόδεμα ,  βουρ ίδια στιγμή   στης Βαγγελίτσας  το πρακτορείο των  εφημερίδων και περιοδικών   να πάρω τα  30 παλιά τεύχη Γκαούρ Ταρζάν , που τα  είχα παραγγείλει  ένα μήνα πριν να μου τα φέρει.  ΄Ηταν το δώρο μου για την Κρινιώ, πριν με αφήσει,  για να πάει Αμερική.  Τα τεύχη τα παλιά  που είχε πετάξει η μάνα μου και δεν πρόφτασα να της δανείσω.  Κορίτσι πράμα και διάβαζε σαν τρελή  τα αγορίστικα περιοδικά  Μικρό ΄Ηρωα και Γκαούρ Ταρζάν!

Πλήρωσα ,   πήρα το δεματάκι  και στο δρόμο για το σπίτι,  συλλογιζόμουνα πάλι το σχέδιο που το δούλευα εβδομάδες στο μυαλό μου. Πρωί πρωί Χριστούγεννα  θα πήγαινα  εκκλησία.  Θα είχαν έρθει σίγουρα  και τα  δίδυμα, όπως κάναμε όλα τα παιδιά την Κυριακή.  Εκκλησιασμός υποχρεωτικός από σπίτι και δασκάλα.

Στο σχόλασμα,  έξω στο προαύλιο,  θα ζύγωνα την Κρινιώ , θα της άφηνα στα χέρια   το δεματάκι  με τα περιοδικά  και  τον κόκινο  φιόγκο στην κορυφή, το χριστουγεννιάτικο καταδικό μου δώρο ,στερνό  “παντοτινής  αγάπης”,  όπως το είχα ονοματίσει.  Και θα της  το έγραφα κιόλας και σε σημείωμα. Και μόλις το έπαιρνε,  θα το έβαζα στα πόδια, θα εξαφανιζόμουνα , μήπως και  αρνιότανε το  δώρο μου και μου  το επιστρέψει . Μπορεί και να μου το πέταγε στη μούρη, φοβόμουνα,  αν το έβλεπε σαν ελεημοσύνη κι όχι δώρο  αγάπης και καρδιάς.

΄Ηταν περήφανη η Κρινιώ.  Ούτε καραμέλα δεν έπαιρνε που της δίνανε τα άλλα παιδιά.  Από μένα μόνο  καταδεχότανε  να πάρει   “Καραμέλες του φιλιού”.  Της  άρεσαν,έλεγε, πολύ .Γι΄αυτό μου έκανε τη χάρη.  “Κι εμένα” ,της απαντούσα,  κάθε φορά που μου το θύμιζε.   Κι φρόντιζα τις περισσότερες φορές να έχω στη  τσέπη   μου μια χούφτα καραμέλες  το φιλιού για την Κρινιώ.

 

 

Αλλά δεν ήρθαν  έτσι τα πράγματα, όπως τα λογάριαζα. Την  Κρινιώ δεν την είδα  στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία. ΄Ηταν μόνο η αδελφή της η Ανθούλα. Πάγωσα, όταν   ο παππάς είπε  το  “Δι΄ ευχών”  και απολυσε  την εκκλησία.

Βγήκα από τους πρώτους έξω,  χωρίς καν να πάρω αντίδωρο και περίμενα την Ανθούλα με το δώρο μου στα χέρι.  Το σημείωμα όμως δεν το είχα βάλει μέσα. Τελευταία στιγμή δείλιασα και τό΄σκισα.

Μόλις βγήκε, ζύγωσα, δε σήκωσα καν τα μάτια  να την δω,  ούτε τη  ρώτησα για την  αδερφή της. Πού είναι, τί κάνει. Της  άφησα  μόνο το δεματάκι στα χέρια , της είπα πως   είναι για την  Κρινιώ και όπως το είχα σχεδιάσει ,  έτρεξα να  κρυφτώ,   χωρίς να κοιτάξω ούτε μια φορά  πίσω μου. Τη άκουσα μόνο που μου φώναξε. ” Η Κρινιώ είναι άρρωστη με πυρετό. Γι αυτό δεν ήρθε σήμερα.   Σ΄ευχαριστώ  εκ μέρους της”.

‘Ολη τη νύχτα μαράζωνα.  Μάτι δεν έκλεισα. Και όλο προσευχόμουνα που στριφογύριζα στο κρεβάτι,  να με πιάσει και μένα πυρετός, τουλάχιστον να έχουμε κάτι κοινό   με την Κρινιώ,  άντε  την ίδια αρρώστια.   Και ο πόνος μου γινόταν πιο αβάσταχτος , γιατί ήξερα   πως μόλις τελειώνανε  οι  διακοπές κι αρχίζαν τα σχολεία,  η Κρινιώ δεν θα καθόταν  πια στο  μπροστινό μου το  θρανίο.

 

Το πρωί ,που  με είχε πάρει λίγο ο ύπνος , με ξύπνησε ο αδερφός μου  με την αγριοφωνάρα του και τις μαξιλαριές.   “Ξύπνα,  γαμπρέ, σου άφησε  δώρο η νύφη  στην πόρτα ,” και μου πετάει στη μούρη το  χρυσαφένιο κουτάκι, δεμένο με  τον  κόκινο φιόγκο, που είχα  βάλει  στο δικό μου δώρο στην Κρινιώ.

Τρέμαν τα χέρια μου, όση ώρα πάλευα να το ανοίξω.  Είχε βάλει μέσα ,τις μέτρησα,  17 καραμέλες του φιλιού!    Και ένα μικρό σημείωμα γραμμένο με κείνα τα καλλιγραφικά κεφαλαία της γράμματα, που τα λάτρευα  κάθε  φορά που τα ξετύλιγε  στον πίνακα.  ” ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ …ΤΟΥ  ΦΙΛΙΟΥ .ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΝΙΩ.    ΜΗ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ,  ΝΙΚΟΛΗ ΜΟΥ”.

Με πήραν τα κλάματα, το  διάβασα καμιά δεκαριά φορές.  Δεν πρόσεξα, ούτε κατάλαβα κι ας τις έβλεπα   τις τρεις τελείτσες μπροστά από τις καραμέλες   “του φιλιού” . Μου άνοιξε τα μάτια ο Πέτρος ο μεγάλος μου αδερφός  που βρήκε στο κρεβάτι το σημείωμα και το διάβασε κι εκείνος.   “Δε σου έστειλε ,βρε μπούφο  καραμέλες του φιλιού,  φιλιά σου στέλνει , βλάκα, με τις 3 τελείες”!

 

 

Δεν την ξανάδα από τότε την Κρινιώ.  Ούτε άκουσα ποτέ  για την πορεία της ζωής της στην Αμερική.  Τη θυμήθηκα σήμερα ,μετά από τόσα χρόνια, που ξετύλιγα κάτι  παλιές αναμνήσεις των παιδικών  μου χρόνων.

Και ήρθε πρώτη-πρώτη   η Κρινιώ της Πέμπτης τάξης   να με επισκεφτεί  σε τούτο  το ταξίδι στα παλιά,  αθώα,  όμορφα χρόνια. Και άλλος χρόνος ούτε διάθεση μου έμειναν πια  να έβλεπα και τους άλλους αγαπημένους, που περίμεναν στη  σειρά.

Να είσαι καλά, όπου κι αν είσαι. Και…ΜΗ ΜΕ ΞΕΧΑΕΙΣ ΠΟΤΕ ΚΙ ΕΣΥ, ΚΡΙΝΙΩ ΜΟΥ!