“Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Αναστάσης ο Σπανός, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.”!

(Η  φωτογραφία,  με  Ισπανούς και Έλληνες Αναρχικούς, από την Πάτρα στη  Ταξιαρχία  του  Ισπανού Αναρχικού Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, στα περίχωρα της Καταλονίας).

Ο μπάρμπα Αναστάσης  ο Σπανός, μόνο σπανός δεν ήταν. Μαυριδερός,  μαλλιαρός, τρίχωμα  γουρουνιού. ,να  πετάγονται  και έξω  από το  λαιμό του πουκαμίσου  κάτι  αγριότριχες, αγκαθωτές σαν  αφάνας . Με γενειάδα, επίσης  ,γκρίζα  τον θυμηθήκαμε εμείς τα παιδιά, ως τη μέση του στέρνου.  Και θα  έμενα  να μη μάθω ποτέ  γιατί τον  είπανε σπανό, αν δεν αναλάμβανε  πάλι ο Νικολάκης  ο παππούλης μου, να μου λύσει κι αυτή την απορία.

-Ισπανό τον λέγαμε,  στην αρχή, που γύρισε στο χωριό, μου εξήγησε. ΄Όχι Σπανό.    Είχε πάει στην Ισπανία , εκεί κάπου το 36 /37.  Με μια ομάδα Πατρινών  αναρχικών.  ΄Εμενε  τότε   στην Πάτρα.  Ορφανό από πατέρα, τον είχε στείλει  η μάνα του από το χωριό   στην αδερφή  της,  παντρεμένη εκεί,   χήρα πια,  να πάει σχολειό.     Τα έπαιρνε τα γράμματα ο  Αναστάσης,  παιδί  διαβαστερό,  εγγράμματο, έβγαλε μέχρι και Σχολαρχείο.

 -Οι Πατρινοί  αναρχικοί  πήγαν εκείνη  την εποχή  να πολεμήσουν  τους φασίστες του Φράνκο στην Ισπανία.  Παλικάρια, ιδεολόγοι, δεν τους σταμάταγε τίποτα.   Μερικοί δε γύρισαν πίσω.    Και  ο  Αναστάσης τραυματίστηκε , κουτσαίνει ακόμα,  αν  προσέξεις, το πόδι το δεξί , το φυλάει άμα περπατάει.

 -Ε, μετά στο χωριό   τους πήγαινε καλύτερα μερικών και από Ισπανό,  τον είπανε …  Σπανό. Κι από κοροϊδία, ίσως, επειδή είναι  τόσο τριχωτός.  Και του έμεινε.

 

 

 

 

Εμείς τα παιδιά στου  Αναστάση , πηγαίναμε για να μας λύσει τα προβλήματα στην αριθμητική.  Λυσάρια δεν είχαμε, κι αν δυσκολευόμαστε  και μένανε άλυτα τα προβλήματα, την άλλη μέρα η Ευγενία η δασκάλα ,έσπαγε τη βέργα της στις ανοιχτές σαν του  Χριστού , παλάμες μας  στο σταυρό. ΄Ετσι, είχαμε  καθιερώσει  τα παιδιά, κάθε  φορά που  βρίσκαμε δυσκολίες,  ένας από μας πήγαινε  βίζιτα  στου Αναστάση.

   Η θεια  Αναστασιά  η γυναίκα του , μας έδιωχνε.  Κάθε φορά , δεν είναι μέσα ή κοιμάται,  μας απόπαιρνε  και φεύγαμε . Εκείνος, όμως,  άμα μας άκουγε στην οξώπορτα,  ερχόταν, μας χάιδευε τα μαλλιά με νόημα  και  μας έβαζε  μέσα στο χειμωνιάτικο .   Δεν έλεγε ποτέ όχι.   ΄Ελυνε  τα προβλήματα στο γόνατο, σε κλάσματα δευτερολέπτου, το βλέπαμε εμείς και παθαίναμε ,και … βουρ , ερχόταν ο αποσταλμένος  συνήθως στην τριβάλα ή στο προαύλιο της εκκλησιάς   και στο τουράκι  απάνω, αντιγράφαμε  η παρέα  στα τετράδια  τα λυμένα προβλήματα.

 

 

 

 

Το θυμάμαι καλά. Στο χωριό ο Αναστάσης  δεν πολυέβγαινε .  Ούτε  “κάτου”, στην Αγορά στην Ανδρίτσαινα σεργιάνιζε,  όπως  όλοι  οι μεγάλοι,  μετά, που έκλεινε το   “γραφείο” .   Τί  γραφείο , δηλαδή, ένα τραπέζι και μια καρέκλα στο διάδρομο του Ειρηνοδικείου είχε. ΄Εβγαζε το μεροκαματάκι του  από    αιτήσεις που συμπλήρωνε  για όσους δεν ξέρανε γράμματα  ,  έγραφε ή διάβαζε  επιστολές  ξενιτεμένων, ακόμα και εξώδικα και  μηνύσεις του έδιναν να συντάξει, όταν δεν είχαν χρόνο,  ο Πρίγκουρης και ο Κιουσόπουλος, οι δικηγόροι της  Ανδρίτσαινας. Και συμπλήρωνε τα τυχερά με κάτι άλλα ψίχουλα από το Δήμο  που κράταγε τα  βιβλία με τις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους.

Μόνο στο καφενείο του Μπαχούρου πήγαινε, άμα τελείωνε τη δουλειά   κι αντάμα ή με το δάσκαλο τον Μπασκόζο, ή  με  το Σίλο , το διευθυντή  της ξακουστής βιβλιοθήκης (αριστεροί   τούτοι λέγανε) ,πίνανε  τα καραφάκια τους το ούζο, συνοδεία παστής σαρδέλας και στουμπωτής ελιάς, και σιγοκουβεντιάζανε για ώρα.  Ποιος ξέρει τί.   Πολιτικά, πάντως, έλεγε ο Μπαχούρος που κρυφάκουγε πίσω από τον πάγκο του.   Και πριν βραδιάσει , ανηφόριζε στο Κουφόπουλο  και δεν  ξανάβγαινε  ως την άλλη μέρα  από το σπίτι.

 

 

 

 

Εκείνο, όμως , που έκανε τη μεγάλη  εντύπωση στο χωριό  ήταν πως ο Αναστάσης δεν πάταγε ποτέ στην εκκλησία.   Κυριακή και  γιορτάδες δεν έλειπε κανείς.  ΄Ενας αυτός  και ο άλλος ο Παναγιώτης ο Αργύρης, μόνο   μένανε αλειτούργητοι ,    μολογάγανε στο χωριό.   Ο Αργύρης  για άλλους λόγους. Και ΄όταν τον ρώταγε ο παππά Καστανάς,

-γιατί δεν ήρθες Παναγιώτη  σήμερα  στη λειτουργία, εκείνος είχε στα χείλη  την απάντηση.

-Γιατί δεν άκουσα την καμπάνα παππά μου, αν την άκουγα, μάρτυς μου ο Θεός,  θα ερχόμουνα από τους πρώτους.

Κι ας ήταν το σπίτι του   Αργύρη ,ακριβώς,  κάτω από το καμπαναριό. Κι ας ακουγόταν τις Κυριακές , έτσι   όπως  βαράγαμε τρελαμένα και για ώρα  εμείς τα παιδιά τη μεγάλη καμπάνα,  ως και στη ράχη  απέναντι,   πέντε  τσιγάρα δρόμος,  όπως  λέγανε , για να πας   στου Μαχαλά.

-Ο Αναστάσης δεν έρχεται  στην  εκκλησιά από πεποίθηση και ιδεολογία, υποστήριζε  ο παππάς.

-Δεν είναι Αργύρης.  Δεν πιστεύει ελόγου του  σε Θεό   και Παναγιά .

-Από όταν γύρισε από την Πάτρα, άλλαξε, έγινε αντίχριστος . Δεν ήρθε μια φορά  να  πάρει άφεση, να μεταλάβει, να λάβει  σαν χριστιανός αντίδωρο και  αγιασμό, να φιλήσει το χέρι του παππά   από σεβασμό ,όχι σε μένανε, αλλά  στο χέρι που κρατάει το    ευαγγέλιο του Χριστού….

-Και  τη Αναστασιά , την μπόδιζε.  Μου το εξομολογήθηκε η ίδια,  το λέω και ας μην κάνει να το πω.

-Εκείνη,  ερχόταν πιο συχνά, παλιότερα, στην εκκλησιά ,  ακόμα και στους εσπερινούς. Και έκανε τάματα, η καψερή,  κάθε φορά,  αν   πιάσει παιδί, να μου αγοράσει  μια αλλαξιά άμφια, για πλερωμή.

΄Ομως,  ούτε  ο παππά  Αντώνης ο Καστανάς    ευτύχησε να φορέσει καινούρια  άμφια, ούτε η γυναίκα του Αναστάση ,  ήταν στείρα  λέγανε, του   έκανε ποτέ παιδί . Και το ξέραν στο χωριό. Το είχαν παράπονο και οι δυο, που μείνανε άπαιδοι και μοναχοί.

 

 

 

 

Εκείνο το Δεκαπενταύγουστο ανήμερα ,  είδαμε για πρώτη  φορά  στη λειτουργία  στην  Παναγιά την Καρκαλού στο Φαναρίτικο ποτάμι   τον Αναστάση το Σπανό  να τον βάζουνε  στην εκκλησιά.   Τον είχε φέρει η Αναστασιά με το  ταξί του Μπαλέ, μέχρι τη δημοσιά, που πήγαινε  για Κρέσταινα . Κι από κει ,  κρατώντας τον  από τη μασχάλη, καμιά 500αριά μέτρα απόσταση,  τον  κουβάλησε με δροσιά,  ως στην Παναγιά . Και πριν  χτυπήσει  ο  παππά Καστανάς το σήμαντρο στο εκκλησάκι,  εκείνη τον είχε κιόλας ακουμπήσει στου πλάτανου τη ρίζα και περίμενε να ανοίξει ο επίτροπος  το ξωκλήσι.

 Αλλά, δεν ήτα αυτός ο Αναστάσης που εμείς τα παιδιά, τουλάχιστον,  ξέραμε.  Λέγανε,  λίγες ημέρες πριν,  πως  είχε πάθει …εγκεφαλιακό. Τα πόδια του  τα έσερνε, τα χέρια κρεμασμένα, δεν υπάκουαν σε κίνηση. Μιλιά καταληπτή  δεν έβγαινε από το στόμα του, μόνο κάτι άναρθρες συλλαβές.  Το βλέμμα του βασιλεμένο, αλλού παγαιμένο, σαν να κοίταζε στο πουθενά ή πέρα στην Καταλονία,  συλλογιζόμουνα  εγώ, που ήξερα την  ιστορία του με το ταξίδι των  αναρχικών στην Ισπανία να πολεμήσουνε το Φράνκο.

Μόνο εκείνο  το γνωστό ,πονεμένο  χαμόγελο , όταν πηγαίναμε μουσαφιραίοι για να μας λύσει τις ασκήσεις  και μας χάιδευε το κεφάλι στην αυλή, είχε απομείνει κρεμασμένο στο πρόσωπο.  Σαν ξεχασμένο, ξένο ,λες ,  από την υπόλοιποι τραγική  φιγούρα του!

Τον είχαν  μπροστά σε μια καρέκλα σωριασμένο, κοντά στη Δεξιά Πύλη. ΄Εμοιαζε   αξιολύπητο    θέαμα, φυτό,   με τα σάλια του να τρέχουν, κάθε τόσο στα σταχτιά, μακριά  γένια , να αφήνει  κάτι   βρυχηθμούς τρομακτικούς ,   παραφωνία στην καλλικέλαδη ψαλμωδία του μπάρμπα Πολυχρόνη.

Κι εκεί κοντά στο σχόλασμα, σαν άρχισε  με κατάνυξη ο αριστερός  ο ψάλτης να   λέει το   Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·, αλληλούια  και  οι πιστοί ,όσοι  ήταν για  να μεταλάβουν  πήγαιναν με σειρά  μπροστά στη Ωραία Πύλη,  ο παππά Καστανάς,  βγαίνει μεγαλόπρεπος από το Ιερό, ντυμένος τα γιορτινά  του άμφια, κρατώντας  το   δισκοπότηρο,  κατεβαίνει τα δυο σκαλάκια,  ζυγώνει  στην καρέκλα που  κοίτονταν ζωντανός -νεκρός ο Αναστάσης ο Ισπανός, βουτάει το μακρύ κουτάλι στο νάμα   με τη λιωμένη ψίχα του άρτου ,  το σηκώνει ψηλά, σε θέα  και επήκοον  όλου του  εκκλησιάσματος και  αργά, τελετουργικά,  θριαμβευτικά , αναφωνεί :  «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Αναστάσης ο Σπανός , εις το όνομα του Πατρός και του Υιού  και του Αγιου πνεύματος, Αμήν»!